H δεύτερη ακριβότερη αγορά της Ευρώπης είναι η χονδρική αγορά ηλεκτρισμού της Ελλάδας, σύμφωνα με την έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Ενέργειας της Ε.Ε., που αναλύει τα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου του 2017.
Στη χονδρική αγορά διαμορφώνεται η τιμή στην οποία αγοράζουν οι προμηθευτές το ρεύμα που διαθέτουν στη λιανική αγορά (σε οικιακούς καταναλωτές και επιχειρήσεις) και βασικές παράμετροι καθορισμού της είναι το μείγμα καυσίμου, η ζήτηση, η διαθεσιμότητα των μονάδων παραγωγής, η δυναμικότητα των διασυνδέσεών της με ηλεκτρικά συστήματα άλλων αγορών και αντίστοιχα η εξάρτησή της από εισαγωγές που ανάλογα τη συγκυρία μπορεί να είναι ακριβές ή φθηνές.
Από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έκθεση της Επιτροπής προκύπτει καθαρά ότι αγορές με επαρκείς διασυνδέσεις είναι πιο ανταγωνιστικές σε σχέση με αγορές με περιορισμένες διασυνδέσεις όπως η ελληνική ή η ιταλική, οι οποίες είναι οι δύο ακριβότερες της Ευρώπης, ενώ ως προς το μείγμα καυσίμου προκύπτει επίσης ότι τη διαφορά ως προς τις χονδρικές τιμές την κάνουν τα καύσιμα χαμηλού λειτουργικού κόστους, όπως τα υδροηλεκτρικά και τα πυρηνικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές χονδρικής σε όλη την Ευρώπη το τελευταίο τρίμηνο του έτους παρουσίασαν αύξηση με μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών-μελών, εξέλιξη που η Επιτροπή αποδίδει στις μεταβολές των μειγμάτων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στις διάφορες χώρες, όπως για παράδειγμα ότι βρέθηκαν εκτός σύνδεσης σημαντικές ποσότητες πυρηνικής παραγωγής, η οποία αντικαταστάθηκε από ορυκτά καύσιμα και ανανεώσιμες πηγές.
Οι τιμές χονδρικής στην Κεντρική και στη Δυτική Ευρώπη που διαθέτει και τις μεγαλύτερες διασυνδέσεις παρουσίασαν μείωση σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, όπως και στην Κεντρική -Ανατολική Ευρώπη. Αντίθετα, οι υψηλότερες τιμές χονδρικής παρουσιάστηκαν στις αγορές της Νότιας Ευρώπης (Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα), με την Ιταλία να κρατάει την πρώτη θέση και την Ελλάδα τη δεύτερη.
Η μέση τιμή χονδρικής στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώθηκε στο τελευταίο τρίμηνο του 2017 σε 61 ευρώ η μεγαβατώρα, σχεδόν διπλάσια από ό,τι στις αγορές της Δανίας και της Σουηδίας, όπου οι τιμές διαμορφώθηκαν στα 31 ευρώ η μεγαβατώρα, και μόλις ένα ευρώ χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή της ιταλικής αγοράς των 62 ευρώ η μεγαβατώρα.
Το μείγμα καυσίμου της ελληνικής αγοράς το ίδιο διάστημα διαφοροποιήθηκε σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016. Συγκεκριμένα, το μερίδιο της αιολικής παραγωγής αυξήθηκε στο 12% έναντι 9% το τελευταίο τρίμηνο του 2016 και το μερίδιο της υδροηλεκτρικής παραγωγής υποχώρησε στο 4% από 7%. Ελαφρά αυξημένες ήταν την ίδια περίοδο και οι εισαγωγές (1.028 GWh έναντι 964 GWh το γ΄ τρίμηνο του 2016).
Την ίδια περίοδο στη γειτονική Βουλγαρία οι τιμές χονδρεμπορικής διαμορφώθηκαν στα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα των 38-42 ευρώ η μεγαβατώρα, καθώς τα υδάτινα αποθέματα ήταν υψηλότερα του συνηθισμένου.
Ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση της έκθεσης της Επιτροπής και για την υψηλή τιμή χονδρικής της ιταλικής αγοράς ηλεκτρισμού. Το διάστημα Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου η τιμή χονδρικής στην ιταλική αγορά κυμάνθηκε μεταξύ 65-66 ευρώ η μεγαβατώρα, επίπεδα που είναι τα υψηλότερα σε ολόκληρη την Ευρώπη το συγκεκριμένο δίμηνο.
Οι προβλέψεις για αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της υψηλής χρήσης για θέρμανση ήταν ο ένας παράγων που συνέβαλε στη διαμόρφωση των υψηλών τιμών. Ο δεύτερος ήταν η αύξηση των τιμών φυσικού αερίου στην εγχώρια αγορά από 19 ευρώ η μεγαβατώρα στις αρχές Οκτωβρίου σε 29 ευρώ η μεγαβατώρα πριν από τα Χριστούγεννα. Επιπλέον, η υδροηλεκτρική παραγωγή μειώθηκε σε 10% από 16% σε σχέση με τη σύγκριση σε ετήσια βάση, ενώ αυξήθηκε το μερίδιο του φυσικού αερίου.
Οι τιμές εισαγωγής ενέργειας ήταν επίσης ακριβότερες λόγω της μειωμένης διαθεσιμότητας των πυρηνικών της Γαλλίας, ενώ μια ξαφνική άνοδο τιμών παρατηρήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2017 στο κέντρο φυσικού αερίου Baumgarten στην Αυστρία, προκαλώντας φόβους για την ασφάλεια εφοδιασμού σε φυσικό αέριο.