Κοινή παρέμβαση από δύο ισχυρά ονόματα της ελληνικής επιχειρηματικότητας, των Ευάγγελου Μυτιληναίου και Δημήτρη Παπαλεξόπουλου για την επίλυση τριών προβλημάτων της βιομηχανίας έντασης ενέργειας.
Οι δύο επικεφαλής, της εταιρίας «Μυτιληναίος» και της τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ, υπό την ιδιότητα των προέδρων της Επιτροπής Ενέργειας του ΣΕΒ ζητούν από την κυβέρνηση την «άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση» κινδύνων που απειλούν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της εγχώριας ενεργοβόρου βιομηχανίας.
Με επιστολή τους που έστειλαν στις 19 Απριλίου στον αρμόδιο υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργο Σταθάκη και την κοινοποίησαν στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη και τον πρόεδρο του ΛΑΓΗΕ Μιχάλη Φιλίππου θέτουν επί τάπητος την άρση στρεβλώσεων και εμποδίων για τις επιχειρήσεις του κλάδου, κρούοντας κώδωνα κινδύνου. Ζητούν μάλιστα από τον κ. Σταθάκη συνάντηση προκειμένου να συνδράμουν με προτάσεις στην επίλυση των προβλημάτων.
Τα θέματα και ο τρόπος που ανοίγουν οι κ. Μυτιληναίος και Παπαλεξόπουλος, σηματοδοτούν εν πολλοίς και τη δράση τους στην επόμενη μέρα του ΣΕΒ, όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς, δεδομένου ότι ο πρώτος αναλαμβάνει το τιμόνι του ΣΕΒ.
Οι τομείς παρέμβασης αφορούν στη διόρθωση προβλημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή του μέτρου της «αντιστάθμισης κόστους έμμεσων εκπομπών CO²», την επιτάχυνση της προώθησης από το ΥΠΕΝ του σχεδίου προσαρμογής στην «εφαρμογή κατευθυντήριων γραμμών 2014 για την ελάφρυνση της ενεργοβόρου βιομηχανίας από την επιβάρυνση που συνδέεται με τους μηχανισμούς στήριξης των ΑΠΕ» και τη «χρέωση προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας (ΠΧΕΦΕΛ)».
Αντιστάθμιση κόστους CO²
Σε ότι αφορά το μέτρο της «αντιστάθμισης του κόστους έμμεσων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα» στην επιστολή επισημαίνεται ο κίνδυνος να χαθούν τα θετικά αποτελέσματα για τις ελληνικές ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Αιτία είναι ο διαφορετικός τρόπος υπολογισμού της ανώτατης ετήσιας αντιστάθμισης της σχετικής επιβάρυνσης που ισχύει στην Ε.Ε. από τη μεθοδολογία μετακύλισης της που εφαρμόζει ο δεσπόζων προμηθευτής (ΔΕΗ) στο σύνολο των επιλέξιμων βιομηχανιών.
Με πιο απλά λόγια, η ελληνική πολιτεία αξιοποίησε από το 2014 το δικαίωμα που δίνει η Ε.Ε. στα κράτη – μέλη να υιοθετήσουν τον μηχανισμό αντιστάθμισης κόστους εκπομπών CO² για τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας.
Το κόστος αυτό το μετακυλύουν οι εταιρίες ηλεκτρικής ενέργειας. Η Ε.Ε., λοιπόν, για λόγους διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων έναντι βιομηχανιών τρίτων χωρών καθιέρωσε έναν μηχανισμό που επί της ουσίας αποζημιώνει έως και το 80% της επιβάρυνσης από τα δικαιώματα ρύπων.
Σύμφωνα με τους κ. Μυτιληναίο και Παπαλεξόπουλο, οι ελληνικές βαριές βιομηχανίες για φέτος δεν θα μπορούν να επωφεληθούν την αντιστάθμιση στον ανώτατο προαναφερόμενο ποσοστό για δύο λόγους:
-
Ο πρώτος έχει να κάνει με τον διαφορετικό τρόπο που υπολογίζει η Ε.Ε. το ύψος της αντιστάθμισης σε σχέση με τη μεθοδολογία που ακολουθεί η ΔΕΗ για να μετακυλίσει το κόστος των ρύπων στις βιομηχανίες.
-
Ο δεύτερος αφορά στην εκτίναξη της τιμής των ρύπων από τα 5,7 ευρώ ανά τόνο το 2017 στα 13 με 14 ευρώ τον τόνο τους πρώτους τέσσερις μήνες του νέου έτους. Η αύξηση έχει να κάνει με την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του χρηματιστηρίου των ρύπων.