Σε τροχιά «διόρθωσης» εκτιμούν ενεργειακοί αναλυτές πως είναι πολύ πιθανό να εισέλθει η εγχώρια αγορά ΑΠΕ, καθώς η νέα πραγματικότητα στα διμερή συμβόλαια προμήθειας «πράσινης» ενέργειας («πράσινα» PPAs) διαμορφώνει διαφορετικούς όρους από εκείνους που μέχρι πρότινος ευνοούσαν την εκρηκτική ανάπτυξη του κλάδου. Οι εξελίξεις δημιουργούν νέα δεδομένα για την πραγματική δυνατότητα υλοποίησης των έργων που έχουν ήδη εξασφαλίσει όρους σύνδεσης στο ηλεκτρικό σύστημα, φέρνοντας στο προσκήνιο ένα ενδεχόμενο ξεσκαρτάρισμα σε αυτή τη «δεξαμενή» υποψήφιων έργων, όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι ίδιοι ειδικοί.
Τα έργα με όρους σύνδεσης αθροίζουν αυτή τη στιγμή ένα χαρτοφυλάκιο περί τα 15 GW. Επομένως, αν αθροιστούν στις «πράσινες» μονάδες που βρίσκονται σε λειτουργία, και οι οποίες κινούνται επίσης στα επίπεδα των 15 GW, προκύπτει ένα χαρτοφυλάκιο 30 GW κατασκευασμένων και ώριμων έργων. Την ίδια στιγμή, το επικαιροποιημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπει πως το 2030 θα παράγουν «πράσινη» ενέργεια ΑΠΕ συνολικής ισχύος 22,8 GW (εκτός των υπεράκτιων αιολικών).
Επομένως, στην περίπτωση που υλοποιηθεί το σύνολο των ώριμων έργων -ακόμη κι αν δεν δίνονταν από εδώ και στο εξής όροι σύνδεσης σε καινούριες μονάδες– θα ξεπεραστεί κατά πολύ το δυναμικό που είναι απαραίτητο για να καλυφθεί η εγχώρια ζήτηση. Κάτι που θα σήμαινε προβλήματα οικονομικής βιωσιμότητας για το σύνολο σχεδόν του «πράσινου» χαρτοφυλακίου στο ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα, καθώς σημαντικό μέρος της παραγωγής του θα έμενε εκτός αγοράς.
Γνώμονας το μειωμένο ρίσκο
Για τους μεγάλους καταναλωτές που ενδιαφέρονται να συνάψουν PPAs, βασικός αποτρεπτικός παράγοντας είναι πλέον η σταθερά αυξανόμενη εμφάνιση αρνητικών τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, ως απόρροια της υψηλής διείσδυσης των ΑΠΕ. Ενεργοβόρες βιομηχανίες και προμηθευτές έχουν πλέον διστακτικότητα να δεσμευτούν σε σταθερές τιμές «πράσινου» ρεύματος για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς επωμίζονται τον κίνδυνο να πληρώνουν ακριβότερα την ενέργεια από το χονδρεμπορικό κόστος (δηλαδή συγκριτικά με την προμήθειά της απευθείας από την αγορά).
Το αποτέλεσμα είναι να επιδιώκεται να ελαχιστοποιηθεί το ρίσκο, με συνέπεια να μην υπάρχει ζήτηση πλέον για μακροχρόνια «πράσινα» PPAs (με διάρκεια της τάξης των 10 χρόνων). Έτσι, τις διμερείς συμβάσεις πλέον μονοπωλούν οι βραχυχρόνιες συμφωνίες με διάρκεια 3-5 έτη.
Παράλληλα, και το μέγεθος των «πράσινων» χαρτοφυλακίων έχει περιοριστεί αισθητά. Οι περισσότερες συμβάσεις αφορούν έργα ισχύος μόλις 20-30 MW. Επίσης οι μεγάλοι καταναλωτές δίνουν προτεραιότητα στα αιολικά, ενώ αυξανόμενο είναι το ενδιαφέρον για φωτοβολταϊκά που συνοδεύονται από αποθήκευση – χωρίς ωστόσο έως αυτή τη στιγμή να υπάρχει σημαντικό ανάλογο portfolio ώριμων σταθμών.
Η δανειοδότηση νέων ΑΠΕ
Για να υλοποιηθεί όμως ένα νέο έργο ΑΠΕ, κατά κανόνα χρειάζεται τραπεζική χρηματοδότηση. Και για να προχωρήσουν σε δανειοδότηση οι τράπεζες, ζητούν εγγυημένη διάθεση τουλάχιστον του 70% της παραγόμενης ενέργειας μέσω PPAs μακράς διάρκειας. Με δεδομένο ότι τέτοιες διμερείς συμβάσεις σπανίζουν στην ελληνική αγορά (αν όχι έχουν εκλείψει), η επένδυση είτε θα υλοποιηθεί με ίδια κεφάλαια, είτε απλώς δεν θα υλοποιηθεί.
Η κατασκευή έργων σπάνια γίνεται με ίδια κεφάλαια. Επομένως, η έλλειψη μακροχρόνιων PPAs αναδεικνύεται σε σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξη μονάδων που έχουν «κλειδώσει» όρους σύνδεσης. Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, αυτό σημαίνει πως είναι πάρα πολύ πιθανό σημαντικός αριθμός «πράσινων» τελικά να μη φτάσει ποτέ στο στάδιο της ανάπτυξης. Ένα εναλλακτικό ενδεχόμενο είναι έργα με όρους σύνδεσης να εξαγοραστούν από καθετοποιημένους ομίλους, και μάλιστα σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από τις σημερινές αποτιμήσεις.
Αυτορρύθμιση του κλάδου
Με άλλα λόγια, η σημερινή επιβράδυνση σε νέα «πράσινα» PPAs μπορεί να λειτουργήσει ως κρησάρα για την υπερπροσφορά «πράσινων» επενδύσεων. Κάτι που θα σήμαινε πως ίσως αποτελέσει καταλύτη ώστε ο κλάδος ΑΠΕ να αυτορρυθμιστεί, «συγχρονίζοντας» τον βηματισμό του εφεξής με τα δεδομένα της εγχώριας ζήτησης.
Σύμφωνα με τους παράγοντες της αγοράς, αν επιβεβαιωθεί αυτό το σενάριο, τότε σε συνδυασμό με την υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων σε μονάδες αποθήκευσης που δρομολογείται, θα αποσοβηθεί ο κίνδυνος να αυξηθούν κατακόρυφα στο μέλλον τα κρούσματα υπερπαραγωγής ΑΠΕ. Κρούσματα που έχει κάνει ήδη την εμφάνισή τους, με συνέπεια να διευρύνονται τα τελευταία χρόνια οι περικοπές και, πιο πρόσφατα, η συχνότητα των μηδενικών – αρνητικών τιμών στην ελληνική αγορά ηλεκτρισμού.