Το μοντέλο της απευθείας στήριξης των τελικών καταναλωτών, με διαφοροποιημένες, όμως, λύσεις, επέλεξαν τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση των συνεπειών της διπλής ενεργειακής κρίσης.
Προχώρησαν, παράλληλα, σε γενναίες παρεμβάσεις στη λιανική και τη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού, ενώ, αντίθετα, η χώρα μας περιορίστηκε στα γνωστά μέτρα στη χονδρική του ρεύματος, μέσω των οποίων επί της ουσίας «αιμοδοτούνται» οι χορηγούμενες επιδοτήσεις.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας, ACER, έδωσε χθες στη δημοσιότητα ένα είδος απογραφής των έκτακτων μέτρων που ελήφθησαν από τα κράτη-μέλη από τον Ιούλιο του 2021 έως τον Φεβρουάριο του 2023, σε μια προσπάθεια να ανακοπούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης.
Σε αυτό το διάστημα πάρθηκαν συνολικά 439 μέτρα, τα οποία χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: για την ασφάλεια του εφοδιασμού και για τη διατήρηση πιο προσιτών τιμών στα ενεργειακά προϊόντα. Από τα μέτρα αυτά, η μερίδα του λέοντος, το 64%, αφορά στη δεύτερη κατηγορία, ενώ το 36% στόχευαν στην πρώτη. Από την ανάλυση του ACER προέκυψαν 28 διαφορετικοί τύποι μέτρων.
Ο ACER εντοπίζει και αναδεικνύει ένα αξιοσημείωτο στοιχείο. Από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν για να στηρίξουν νοικοκυριά, λιγότερο από το 1/3 αφορούσε στους ευάλωτους καταναλωτές.
Πιο συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν 280 μέτρα που αποσκοπούν στην άμβλυνση των επιπτώσεων των υψηλών τιμών ενέργειας, από τα οποία το 72% προσφέρουν άμεση στήριξη στους καταναλωτές, είτε με τη μορφή οικονομικής ενίσχυσης (κουπόνια, επιδοτήσεις), είτε ως παρεμβάσεις που μειώνουν τον λογαριασμό ενέργειας (μειώσεις φόρων ή «πάγωμα» τιμολογίων).
Η πλειονότητα των κρατών-μελών της Ε.Ε. παρενέβη στη χονδρική ή τη λιανική αγορά, ή και τα δύο, με όρια τιμών ή προσφορών, ρύθμιση των τιμολογίων λιανικής, ανώτατα όρια εσόδων και φόρους έκτακτων κερδών.
Από την άλλη πλευρά, το 50% των μέτρων για την ασφάλεια εφοδιασμού (προγράμματα ενεργειακής απόδοσης, εκστρατείες μείωσης της ζήτησης, μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ) εκτιμάται ότι έχουν δυνητικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ενεργειακή απόδοση και την υποκατάσταση του φυσικού αερίου.
Από τα κράτη-μέλη, τα 14 εισήγαγαν πρόσθετα μέτρα για την αποθήκευση αερίου. Ωστόσο, ο ACER επισημαίνει το υψηλό κόστος για την κάλυψη των αποθηκευτικών αναγκών, το οποίο ανήλθε σε 100 δισ. ευρώ το 2022. Αυτό, θα πρέπει να δώσει χρήσιμα μαθήματα για τον επόμενο γύρο αποθήκευσης, λέει ο Οργανισμός.
Επιλογές χωρών
Η Γερμανία είναι η χώρα που έλαβε τα περισσότερα έκτακτα μέτρα για την ενεργειακή κρίση, ανέρχονται σε 39. Ακολουθεί το Βέλγιο με 33 μέτρα, η Ισπανία με 24 και η Ουγγαρία με 23.
Η Ελλάδα έλαβε συνολικά 19 μέτρα, σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε ο ACER. Το 37% αφορά στην απευθείας στήριξη των νοικοκυριών, μέσω επιδοτήσεων στους λογαριασμούς ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, το 5% ήταν οι παρεμβάσεις στη χονδρεμπορική αγορά (πλαφόν στα έσοδα των ηλεκτροπαραγωγών, έκτακτη εισφορά για φυσικό αέριο), το 5% για την εξοικονόμηση ενέργειας, το 16% για προμήθεια καυσίμων και το 16% για την υποκατάσταση φυσικού αερίου. Τα υπόλοιπα καταγράφονται ως «άλλα», χωρίς να προσδιορίζονται.
Η Γερμανία στήριξε με τα μέτρα της τους τελικούς καταναλωτές (το 38%), αλλά ταυτόχρονα έκανε γενναίες παρεμβάσεις στη λιανική και τη χονδρική αγορά, σε συνδυασμό με μέτρα εξοικονόμησης.
Η Γαλλία έδωσε έμφαση κυρίως στην εξοικονόμηση, με παρεμβάσεις και στις δύο αγορές και μόλις το 13% των μέτρων της αφορούσε στην απευθείας ενίσχυση των καταναλωτών.
Το 42% των μέτρων της Ισπανίας κατευθύνθηκε στη στήριξη των καταναλωτών, με τις γνωστές παρεμβάσεις της σε λιανική και χονδρική. Ανάλογα κινήθηκε και η Πορτογαλία, αν και πήρε περισσότερα μέτρα για τους καταναλωτές (το 47%).
Η Ιταλία κινήθηκε όπως και η Ελλάδα, περιορίστηκε σε παρεμβάσεις μόνον στη χονδρική με το 36% των μέτρων της να είναι για τους τελικούς καταναλωτές.
Το 58% των μέτρων του Βελγίου ήταν η απευθείας στήριξη των καταναλωτών, με έμφαση στην εξοικονόμηση και την υποκατάσταση του αερίου.
Παρεμβάσεις στις δύο αγορές έκανε και η Πολωνία, το ίδιο και η Βουλγαρία. Η Ουγγαρία επέλεξε να στηρίξει λιγότερο τους καταναλωτές (το 22% των μέτρων της), και περισσότερο να διορθώσει στρεβλώσεις στις δύο αγορές, ενώ η Ρουμανία εμφανίζεται με τα πιο ισορροπημένα μέτρα. Παρότι είναι από τα λιγότερα, μόνον 8, ωστόσο, κατανέμονται ισόποσα τόσο στην απευθείας στήριξη των καταναλωτών όσο και στις παρεμβάσεις σε λιανική και χονδρική, συνδυαστικά με την εξοικονόμηση.