Δύο διαφορετικές όψεις απέναντι στην ενεργειακή κρίση και τις υπέρογκες αυξήσεις των τιμολογίων ρεύματος δείχνουν οι κατηγορίες των καταναλωτών.  Από τη μια η βαριά βιομηχανία φαίνεται ανθεκτική στην κρίση παρά τις τεράστιες πιέσεις στο ενεργειακό της κόστος και από την άλλη τα νοικοκυριά δείχνουν να ζορίζονται και να βάζουν ψαλίδι σε δαπάνες άλλων αγορών προκειμένου να πληρώσουν τους φουσκωμένους λογαριασμούς ρεύματος. Δύο διαφορετικές έρευνες αναδεικνύουν τις παραπάνω τάσεις.
Ειδικότερα, και σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο ενέργειας που εξέδωσε ο ΑΔΜΗΕ και αφορά στην παραγωγή και ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας για τον Νοέμβριο, η κατηγορία των πελατών υψηλής τάσης αύξησε κατά 3,2% την κατανάλωση συγκριτικά με τον αντίστοιχο περσινό μήνα. Πρόκειται για βαριές βιομηχανίες της χώρας, τις λεγόμενες και ενεργοβόρες επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο ενέργειας τον περασμένο μήνα η ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος διαμορφώθηκε στις 555 GWh. Η συγκεκριμένη ποσότητα ρεύματος πλησιάζει τα επίπεδα του αντίστοιχου Νοεμβρίου του 2019. Τότε οι επιχειρήσεις υψηλής τάσης είχαν καταναλώσει 563 GWh. Σε μία εποχή που δεν υπήρχαν τα lockdown όπως συνέβη την επόμενη χρονιά το 2020.
Όπως εξηγούν αναλυτές της αγοράς η βαριά βιομηχανία αυξάνει την κατανάλωση ρεύματος επιδιώκοντας να ανταποκριθεί στην έκρηξη της ζήτησης μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων που είχαν επιβληθεί για την αναχαίτηση των κυμάτων της πανδημίας.
Το ενεργειακό κόστος, αναμφίβολα, πλήττει την ανταγωνιστικότητά τους, σημειώνουν οι ίδιες πηγές, ωστόσο την επιβάρυνση τη μετακυλίουν στην κατανάλωση. Για αυτό το λόγο προχωρούν στην αύξηση της παραγωγικής τους δραστηριότητας και κυρίως των εξαγωγών.
Το ψαλίδι των νοικοκυριών
Σε αντίθεση με τους πελάτες της υψηλής τάσης οι οικιακοί κόβουν τις αγορές προϊόντων και τις δαπάνες εστίασης προκειμένου να καταφέρουν να πληρώσουν τους «φουσκωμένους» λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου.
Για «σημαντική» αλλαγή στην καταναλωτική συμπεριφορά του τελευταίου εξαμήνου που επήλθε από την επίδραση του αυξημένου κόστους ενέργειας, κάνει λόγο ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Λιανικής Πώλησης Ελλάδος επισημαίνοντας το προαναφερόμενο κύριο εύρημα της εξαμηνιαίας έρευνας του που αφορά στο καταναλωτικό κλίμα.
Σύμφωνα με την καθιερωμένη έρευνα που έγινε στους καταναλωτές, σήμερα οι δαπάνες για λογαριασμούς αποτελούν με διαφορά την μεγαλύτερη δαπάνη τους ως ποσοστό του εισοδήματος τους. Συγκεκριμένα, αντιστοιχούν στο 30% έναντι 25% τον περσινό Δεκέμβριο. Αντίθετα μειωμένες είναι οι δαπάνες για αγορές προϊόντων. Ψαλιδίστηκαν στο 26% τον μήνα αυτό από 31% πέρυσι την ίδια περίοδο.
Σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες δαπανών, οι δαπάνες για φόρους καταγράφονται αυξημένες, αλλά σε συνήθη για τον μήνα Δεκέμβριο επίπεδα (καθώς τον συγκεκριμένο μήνα γίνονται πληρωμές φόρου εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ, τέλη κυκλοφορίας κλπ). Οι υπόλοιπες δαπάνες όπως υπηρεσίες και ενοίκια δεν παρουσιάζουν ουσιαστική μεταβολή.
Το πρώτο εξάμηνο του 2022
Αλλά και για το επόμενο εξάμηνο, το πρώτο της νέας χρονιάς, τα νοικοκυριά αναμένεται επίσης να προχωρήσουν σε περιορισμό των αγορών τους ώστε να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους στους λογαριασμούς ρεύματος. Σύμφωνα με την έρευνα του ΣΕΛΠΕ, εκτιμούν ότι αυτοί θα συνεχίσουν να είναι αυξημένοι.
Όπως καταγράφεται, το 50% εκτιμά ότι το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι δαπάνες για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας θα είναι αυξημένες. Αντίθετα, το 46% εκτιμά ότι οι δαπάνες για αγορές προϊόντων θα είναι μειωμένες, ενώ μόλις το 15% πιστεύει ότι θα είναι υψηλότερες.
Το ίδιο ισχύει για τις υπηρεσίες (εισιτήρια, εστίαση) για τα οποία επίσης εκτιμάται από το 34% του κοινού μείωση και μόλις 14% αύξηση. Σχετικά θετική είναι η μέτρηση σε σχέση με τη φορολογία για την οποία το 75% εκτιμά ότι θα μείνει αμετάβλητη, το 20% ότι θα παρουσιάσει μείωση και το 5% αύξηση.

Γράφει ο Χρήστος Κολώνας – Πηγή: ot.gr