Το «ψαλίδισμα» της ΡΑΕ στο μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου καταλήγει σε περιορισμό των επιτρεπόμενων εσόδων του ΑΔΜΗΕ για την επόμενη τετραετία και, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει προκαλέσει την έντονη δυσαρέσκεια της κινεζικής State Grid.
Μια απρόσμενη εξέλιξη που δεν συνδέεται άμεσα με την ιδιωτικοποίηση του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) προβληματίζει σοβαρά τους υποψήφιους επενδυτές, που προετοιμάζονται για την κατάθεση βελτιωμένων δεσμευτικών προσφορών στις 12 Απριλίου.
Πρόκειται για την απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) που εγκρίνει το επιτρεπόμενο έσοδο του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) για τη ρυθμιστική περίοδο 2018-2021, η οποία περιορίζει το μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου (WACC) στο 7% για το 2018, 6,9% για το 2019, 6,5% για το 2020 και 6,3% το 2021.
Το ύψος του WACC της αμέσως προηγούμενης περιόδου, το οποίο έλαβε υπόψη της και η κινεζική State Grid όταν εξέφρασε ενδιαφέρον για την εξαγορά του 24% του ΑΔΜΗΕ, ξεκινούσε από 8% και κατέληγε στο τέλος της τετραετούς ρυθμιστικής περιόδου στο 7,3%, ενώ η εισήγηση της διοίκησης του ΑΔΜΗΕ προς τη ΡΑΕ για τη νέα ρυθμιστική περίοδο ήταν 8,8% τα έτη 2018 και 2019 και 8,6% τα έτη 2020 και 2021.
Το «ψαλίδισμα» της ΡΑΕ στο WACC καταλήγει σε περιορισμό των επιτρεπόμενων εσόδων του ΑΔΜΗΕ για την επόμενη τετραετία και σύμφωνα με πληροφορίες έχει προκαλέσει την έντονη δυσαρέσκεια της κινεζικής State Grid, η οποία είχε κάνει τους λογαριασμούς της με άλλα δεδομένα και βλέπει πλέον να μειώνεται σημαντικά η απόδοση των επενδεδυμένων κεφαλαίων της εταιρείας.
Παράλληλα, όμως, έχει εντείνει τις ανησυχίες που από την πρώτη φάση του διαγωνισμού είχαν εκφράσει οι υποψήφιοι επενδυτές για την εξαγορά του 66% του ΔΕΣΦΑ σχετικά με τα ρυθμιστικά τιμολόγια της εταιρείας που εγκρίνονται από τη ΡΑΕ.
Τόσο ο ΑΔΜΗΕ όσο και ο ΔΕΣΦΑ, αλλά και ο ΔΕΔΔΗΕ ως διαχειριστές ενεργειακών υποδομών, υπόκεινται βάσει κοινοτικής οδηγίας στο ίδιο ρυθμιζόμενο καθεστώς τιμολόγησης.
Η διαμόρφωση των αποκαλούμενων «επιτρεπόμενων ετήσιων εσόδων» στηρίζεται στη λογική της διασφάλισης μιας υγιούς ανάπτυξης των διαχειριστών, προσφέροντας μακροχρόνιες σταθερές αποδόσεις στα επενδεδυμένα κεφάλαια παράλληλα με τη διασφάλιση χαμηλών τιμολογίων για τους χρήστες των υποδομών που διαχειρίζονται, οι οποίες είναι μονοπωλιακού χαρακτήρα αφού δεν υπόκεινται σε ανταγωνισμό.
Σε αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα των διαχειριστών ενεργειακών υποδομών στηρίζεται και η συζήτηση που άνοιξε από τον πρώτο διαγωνισμό του ΔΕΣΦΑ για το κατά πόσον το ύψος του τιμήματος από μόνο του θα πρέπει να αποτελεί το βασικό κριτήριο επιλογής προτιμητέου επενδυτή, με την πλευρά της βιομηχανίας ως μεγάλοι καταναλωτές και τον ΣΕΒ τότε να επισημαίνει τη βαρύτητα που έχουν τέτοιου είδους επιχειρήσεις και άρα και ιδιωτικοποιήσεις στη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, προτάσσοντας ως κυρίαρχο το κριτήριο της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας.
Η συζήτηση αυτή επανέρχεται μετά την απόφαση της ΡΑΕ για την έγκριση του επιτρεπόμενου εσόδου του ΑΔΜΗΕ και ενόψει της υποβολής των βελτιωμένων προσφορών για τον ΔΕΣΦΑ και απασχολεί αυτή τη φορά και τους ίδιους τους επενδυτές, οι οποίοι φυσικά συναρτούν την καταβολή υψηλού τιμήματος με μελλοντικές υψηλές αποδόσεις, οι οποίες όμως αντιστρατεύονται τον στόχο της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Τα τέλη χρήσης
Το θέμα των τελών χρήσης του ΔΕΣΦΑ αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο προηγούμενο στάδιο του διαγωνισμού, με τους υποψηφίους επενδυτές να ζητούν 5ετή σταθερή ρυθμιστική περίοδο με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου από το ΤΑΙΠΕΔ, αίτημα που δεν έγινε αποδεκτό.
Το θέμα προβληματίζει εκ νέου μετά την απόφαση της ΡΑΕ για τον ΑΔΜΗΕ, με τους επενδυτές και συγκεκριμένα το επενδυτικό σχήμα των Snam-Fluxys-Enagas και αυτό των Renagosa-Transgaz-EBRD να ξαναγράφουν τις προσφορές τους λαμβάνοντας υπόψη και τη νέα αυτή εξέλιξη, αφού το ύψος του WACC επηρεάζει την υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματος. Οι πρώτες δεσμευτικές προσφορές, σύμφωνα με πληροφορίες, κινήθηκαν μεταξύ των 450-500 εκατ. ευρώ.