Στην τελική ευθεία μπαίνει η έναρξη ερευνών υδρογονανθράκων σε τέσσερα «οικόπεδα» στην ηπειρωτική Δυτική Ελλάδα και το Ιόνιο, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, μέσα στην εβδομάδα θα έρθουν στη Βουλή για κύρωση οι συμβάσεις μίσθωσής τους.
Με την κύρωση θα ανοίξει ο δρόμος ώστε να αρχίσει η πρώτη φάση των μελετών στα τέσσερα μπλοκ, με τη διενέργεια αεροβαρυτικών και γεωφυσικών σεισμικών ερευνών, κάτι που, όπως έχουν δηλώσει όλοι οι παραχωρησιούχοι στις τελετές υπογραφής των συμβάσεων, πρόκειται να γίνει άμεσα.
Το «Οικόπεδο 2» στο Ιόνιο έχει παραχωρηθεί στην κοινοπραξία των Total, Edison και ΕΛΠΕ, οι οποίες συμμετέχουν με ποσοστά 50%, 25% και 25% αντίστοιχα. Η σχετική σύμβαση μίσθωσης υπογράφηκε στα τέλη Οκτωβρίου, από υψηλόβαθμα στελέχη των τριών εταιρειών και τον υπουργό Ενέργειας Γ. Σταθάκη, ως εκπρόσωπο του ελληνικού Δημοσίου. Το εν λόγω μπλοκ έχει έκταση 2.422 τετ. χιλιόμετρα και βρίσκεται δυτικά της Κέρκυρας.
Η γεωλογική του δομή θεωρείται αρκετά υποσχόμενη για την ύπαρξη εμπορεύσιμων ποσοτήτων υδρογονανθράκων, ώστε να εξελιχθεί σε παραγωγικό κοίτασμα. Ωστόσο, παρά τη συγκρατημένη αισιοδοξία για την έκβαση των μελετών, στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη περιοχή δεν έχει ποτέ άλλοτε ερευνηθεί διεξοδικά, με συνέπεια να υπάρχει υψηλή αβεβαιότητα για τα αποτελέσματα που θα προκύψουν. Η κοινοπραξία αναδείχθηκε ανάδοχος έπειτα από τη σχετική προσφορά που είχε καταθέσει, στο πλαίσιο του διεθνούς «γύρου» παραχωρήσεων 20 θαλάσσιων «οικοπέδων», που είχε προκηρυχθεί το 2014.
Στα Ελληνικά Πετρέλαια έχουν επίσης παραχωρηθεί και τα δύο από τα τρία χερσαία «οικόπεδα» στη Δυτική Ελλάδα, οι συμβάσεις των οποίων βρίσκονται επίσης καθ’ οδόν για το ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο λόγος για τα μπλοκ «Άρτα-Πρέβεζα» και «Βορειοδυτική Πελοπόννησος», για τα οποία ο Όμιλος ανακηρύχθηκε από το ΥΠΕΝ ως επιλεγείς αιτών τον Φεβρουάριο του 2016, με τις σχετικές συμβάσεις να υπογράφονται τον περασμένο Μάιο. Όπως είχε αναφέρει στην τελετή υπογραφής ο κ. Γρηγόρης Στεργιούλης, διευθύνων σύμβουλος των ΕΛΠΕ, η έρευνα στα συγκεκριμένα «οικόπεδα» εντάσσεται στην προσπάθεια του Ομίλου να συμβάλει στην καταγραφή του ορυκτού πλούτου της χώρας μας, με σεβασμό στο Σύνταγμα, τους νόμους, το περιβάλλον και τις ανθρώπινες σχέσεις.

Ο ίδιος είχε εκφράσει την προσδοκία, μέσα από αυτή την προσπάθεια, να αναδειχθούν νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές για τη χώρα και, παράλληλα, τα ΕΛΠΕ να ισχυροποιηθούν ακόμη περισσότερο ως ηγετική εταιρεία του τομέα της ενέργειας για την περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. Ωστόσο, είχε επισημαίνει πως η προσδοκία αυτή θα πρέπει να επιβεβαιωθεί από τις έρευνες, σημειώνοντας ότι η πιθανότητα εύρεσης εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων στα δύο «οικόπεδα» κινείται στο 20%, όπως περίπου ισχύει σε οποιαδήποτε «πετρελαιοπιθανή περιοχή» που χρήζει διεξοδικής μελέτης.
Στην ίδια τελετή είχε πραγματοποιηθεί και η υπογραφή της σύμβασης για το τρίτο χερσαίο μπλοκ «Αιτωλοακαρνανία», ανάδοχος του οποίου είναι η Energean, η οποία εκμεταλλεύεται το κοίτασμα του Πρίνου. Για την έρευνά του, η εταιρεία θα συνεργαστεί με την ισπανική Repsol, η οποία έχει αποκτήσει το 60% των δικαιωμάτων του εν λόγω «οικοπέδου» και θα αναλάβει επίσης τον ρόλο του operator. Η περιοχή έχει μελετηθεί χωρίς αποτέλεσμα με αρκετές σεισμικές έρευνες και γεωτρήσεις, τόσο κατά τη δεκαετία του ’60, από την BP, όσο και κατά τη δεκαετία του ’80, από την κρατική εταιρεία υδρογονανθράκων. Ωστόσο, οι δύο εταιρείες εκφράζουν την εκτίμηση πως θα εντοπίσουν εκμεταλλεύσιμες ποσότητες πετρελαίου, ρισκάροντας γι’ αυτό τον λόγο επενδύσεις αρκετών εκατομμυρίων ευρώ.
Όπως είχε αναφέρει κατά την τελετή υπογραφής της σύμβασης ο κ. Μαθιός Ρήγας, πρόεδρος του Ομίλου Energean, σημαντική πηγή αισιοδοξίας είναι το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σπουδαίες ανακαλύψεις σε παρόμοιες περιοχές στην Ιταλία και στην Αλβανία. Και στις τέσσερις παραχωρήσεις, η πρώτη φάση έρευνας περιλαμβάνει τη συγκέντρωση και επεξεργασία δισδιάστατων σεισμικών δεδομένων, ώστε στη συνέχεια να ακολουθήσει το επόμενο στάδιο, με τη διενέργεια δοκιμαστικών γεωτρήσεων. Πρακτικά, μόνο με την ολοκλήρωση των δοκιμαστικών γεωτρήσεων θα υπάρχει σαφής εικόνα για την ύπαρξη ή όχι αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων, τα οποία θα δικαιολογούσαν τις απαραίτητες επενδύσεις για την παραγωγή υδρογονανθράκων.

Γράφει ο Κώστας Δεληγιάννης – Πηγή: www.naftemporiki.gr