Τα πρώτα χρόνια της αμερικανικής παραγωγής πετρελαίου στα τέλη του 19ου αιώνα, η βενζίνη θεωρείτο άχρηστο παραπροϊόν της κηροζίνης που θα καίγεται ή θα απορρίπτεται σε ποτάμια.
Το σκηνικό αυτό άλλαξε με την έλευση των πρώτων αυτοκινήτων μαζικής παραγωγής. Ωστόσο, περίπου έναν αιώνα αργότερα, αρχίζει να διαρρηγνύεται η συμβιωτική σχέση ανάμεσα στο πετρέλαιο και τα αυτοκίνητα που μετασχημάτισαν την κοινωνία.
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας σχετικά με τα σχέδια για την απαγόρευση των πωλήσεων νέων βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων οχημάτων μέχρι το 2040 γεννούν δύο κρίσιμα ερωτήματα για τη βιομηχανία πετρελαίου: τα ηλεκτρικά οχήματα θα προκαλέσουν μείωση της ζήτησης πετρελαίου και αν ναι πότε;
Τι τελευταίες ημέρες, στελέχη των μεγαλύτερων πετρελαϊκών εταιρειών στον κόσμο έχουν δώσει μερικές απαντήσεις – οι σκεπτικιστές θα τις αποκαλούσαν εικασίες – δεδομένου ότι αποκάλυψαν σημαντικά αποτελέσματα μέσα από έρευνες που έφεραν αισιοδοξία για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές από τη χρήση των οχημάτων αυτών, ακόμη και όταν οι αμφιβολίες αυξάνονται σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος της Royal Dutch Shell, Ben van Beurden, δεν έκανε καμία προσπάθεια να αποκρύψει την πρόκληση που αντιμετωπίζει το «Big Oil». «Οι εταιρείες πρέπει να διαχωρίσουν ποια κοιτάσματα πετρελαίου θα πρέπει να αναπτυχθούν, καθώς μόνο αυτές με το χαμηλότερο κόστος και παραγωγικότητα, είναι πιθανόν να παραμείνουν ανταγωνιστικές», δήλωσε χαρακτηριστικά.
«Σε έναν κόσμο όπου η ζήτηση έχει κορυφωθεί και θα παρουσιάζει σημαντική πτώση, πρέπει να έχουμε σχέδια που είναι ανθεκτικά», πρόσθεσε. «Πότε θα συμβεί αυτό? Δεν ξέρουμε. Αλλά θα συμβεί; Είμαστε σίγουροι».
Ο κ. Van Beurden επεσήμανε ότι «η κορύφωση της ζήτησης» θα μπορούσε να επέλθει με την αύξηση των ηλεκτροκίνητων οχημάτων στα τέλη του 2020. Ωστόσο, το γεγονός αυτό θα απαιτούσε μια «πολύ πιο επιθετική» πολιτική δράση για την κλιματική αλλαγή και μεγαλύτερη καινοτομία στην τεχνολογία μπαταριών από την αυτήν που υπάρχει τώρα.
Στον τομέα της βιομηχανίας πετρελαίου υπάρχει η άποψη, ότι η μετάβαση θα διαρκέσει περισσότερο. Η ExxonMobil αναμένει ότι η ζήτηση πετρελαίου θα συνεχίσει να αυξάνεται στη δεκαετία του 2040, αν και με ρυθμό επιβραδυνόμενο.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που θα καθορίσουν ποιο από αυτά τα σενάρια αποδεικνύεται σωστό. Παρόλα αυτά, το σημαντικότερο αφορά στο μέλλον του αυτοκινήτου. Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), το 2015, τα επιβατικά οχήματα αντιπροσώπευαν το 20% της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου, περισσότερο από την αεροπορία, τη ναυτιλία και τα πετροχημικά.
Τα βρετανικά και τα γαλλικά σχέδια, που αφορούν στη σταδιακή κατάργηση των βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων οχημάτων μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, έχουν προστεθεί στη δυναμική της πολιτικής πίσω από τα ηλεκτρικά οχήματα. Τουλάχιστον στο βαθμό που είναι σημαντική η δέσμευση των κατασκευαστών αυτοκινήτων.
Τον περασμένο μήνα, η Volvo ανέφερε ότι από το 2019 όλα τα νέα μοντέλα θα είναι ηλεκτρικά ή υβριδικά. Από την πλευρά της, η Tesla αύξησε τις προσπάθειές της, για να εισέλθει στη μαζική αγορά, καθώς τον προηγούμενο μήνα κυκλοφόρησε το προωθημένο Model 3. Η τιμή του ηλεκτροκίνητου οχήματος της εταιρείας ξεκινά από 35.000 δολάρια.
Ωστόσο, την τύχη της πετρελαϊκής βιομηχανίας στη Βρετανία και τη Γαλλία δεν θα τη καθορίσει η Tesla. Σύμφωνα με το ΔΟΕ, ενώ η ακαθάριστη ζήτηση προβλέπεται να μειωθεί κατά περίπου 12% μεταξύ 2015 και 2040 σε πλούσιες χώρες του ΟΟΣΑ, αναμένεται να σημειώσει αύξηση κατά 19% στις χώρες που δεν ανήκουν σε αυτόν. Μέχρι το τέλος αυτής της περιόδου, το 60% της ζήτησης θα προέρχεται από χώρες εκτός του ΟΟΣΑ.
Ο κ. van Beurden τόνισε ότι ο κινητήρας εσωτερικής καύσης θα αποδειχθεί πιο ανθεκτικός στον αναπτυσσόμενο κόσμο, δεδομένου ότι η κατοχή αυτοκινήτων διαρκώς αυξάνεται.
«Εξακολουθούμε να έχουμε λιγότερο προηγμένες οικονομίες που δεν μπορούν απλώς να κάνουν αυτή τη μετάβαση σε ηλεκτροκίνητα οχήματα, επειδή δεν διαθέτουν την ηλεκτρική υποδομή και τον πλούτο για ένα τέτοιο εγχείρημα» πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
Ο διευθύνων σύμβουλος της BP, Bob Dudley, δήλωσε ότι, παρόλο που η άνοδος των ηλεκτρικών οχημάτων ήταν «αναπόφευκτη», τα συμβατικά αυτοκίνητα θα συνεχίσουν να κυριαρχούν για αρκετές δεκαετίες. «Προβλέψαμε ότι τα 100 εκατομύρια ηλεκτρικά οχήματα θα βρίσκονται στο δρόμο μέχρι το 2035. Ακόμη και αν τα διπλασιάσετε στα 200 εκατομύρια, θα υπάρξουν ακόμα 2δις συμβατικά οχήματα στο δρόμο», ανέφερε.
Η πρόβλεψη του κ. Dudley είναι παρόμοια με την αντίστοιχη της Goldman Sachs, η οποία προέβλεπε ότι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα θα αυξηθούν από 0,2% των οχημάτων το 2016, σε 5% το 2030.
Επιπλέον, η μείωση της ζήτησης πετρελαίου από τα αυτοκίνητα είναι πιθανό να αντισταθμιστεί από την αύξηση των αεροπορικών μεταφορών και των βαρέων οχημάτων, που είναι πιο δύσκολο να στραφούν σε εναλλακτικά καύσιμα. Από την άλλη πλευρά, τα πετροχημικά προϊόντα θα αποτελούν μια άλλη σταθερή πηγή ζήτησης.
«Ακόμη και όταν τα καύσιμα παλαιού τύπου αρχίζουν να φθίνουν στην αγορά μετοχών, η ιστορία μάς λέει, ότι η απόλυτη ζήτηση για αυτά θα συνεχίζει να αυξάνεται», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Saudi Aramco, Amin Nasser, τον περασμένο μήνα, αναφερόμενος στην αύξηση που παρουσίασε ο άνθρακας στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ακόμα κι όταν μειώθηκε η ενεργειακή ζήτηση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Παρόλα αυτά, ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτή η καλοπροαίρετη οπτική είναι επί της ουσίας εσφαλμένη. Ανεξάρτητα από τα ηλεκτροκίνητα οχήματα, ο αναπτυσσόμενος κόσμος θα μπορούσε να επιταχυνθεί, εάν η Κίνα και η Ινδία ανταποκριθούν στις βιομηχανικές τους φιλοδοξίες αναφορικά με την τεχνολογία μπαταριών.
Η Κίνα αποτελεί ήδη τη μεγαλύτερη αγορά ηλεκτροκίνητων οχημάτων σε όλο τον κόσμο και οι εταιρείες της αρχίζουν να κυριαρχούν στην κατασκευή μπαταριών, γεγονός που οδηγεί τους αναλυτές να παρατηρούν τις ομοιότητες όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο σημειώθηκε μείωση του κόστους των ηλιακών συλλεκτών.
Ο αναλυτής της Trusted Sources, Kingsmill Bond, προβλέπει ένα «σημείο ανατροπής» στις αρχές του 2020, καθώς τα ηλεκτρικά οχήματα αναμένεται να φθάσουν στην αντίστοιχη ισοτιμία κόστους με τα συμβατικά οχήματα. «Η άνοδος των ηλεκτρικών οχημάτων είναι ένας ακόμη δείκτης της συστημικής αλλαγής στις αγορές ενέργειας και μια έγκαιρη προειδοποίηση για τους επενδυτές πετρελαίου», δήλωσε.
Αυτές οι ευρέως αποκλίνουσες προβλέψεις της ήπιας ή κακής αλλαγής φέρνουν αντιμέτωπες τις πετρελαϊκές εταιρείες με ένα στρατηγικό δίλημμα. Πρέπει να επικεντρωθούν στη μεγιστοποίηση των αποδόσεων από τις επιχειρήσεις που σημειώνουν πτώση, με τον ίδιο τρόπο που οι εταιρείες καπνού συνέχισαν να επωφελούνται από μια φθίνουσα αγορά; Ή μήπως πρέπει να κάνουν τις μεγάλες, επικίνδυνες επενδύσεις που απαιτούνται για τη μετάβαση προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας;
Οι παγκόσμιοι κολοσσοί στον τομέα πετρελαίου βρίσκονται ακόμη στα πρώτα στάδια αντιμετώπισης αυτών των ζητημάτων. Μέχρι τώρα, η Shell έχει την πιο προφανή προκατάληψη αναφορικά με την προαναφερθείσα στρατηγική, σχεδιάζοντας να ξοδέψει έως και 1δις δολάρια ετησίως για την εναλλακτική ενέργεια. Παρά το γεγονός, ότι το εγχείρημα αυτό παραμένει ένα μικρό κλάσμα των συνολικών κεφαλαιουχικών δαπανών, ο κ. Van Beurden επεσήμανε, ότι η Shell θα είναι έτοιμη να κινηθεί γρηγορότερα, αν χρειαστεί.
«Κάθε χρόνο επενδύουμε μεταξύ 25 και 30 δις δολαρίων. Είμαστε μια εταιρεία 280 δις δολαρίων, έτσι κάθε δεκαετία οικοδομούμε ξανά μια νέα Shell και αυτό μας δίνει μεγάλη ευελιξία για προσαρμογές», συμπλήρωσε.
Πηγή: www.euractiv.gr