Μερικές ημέρες μετά τις ξαφνικές δηλώσεις Γεραπετρίτη ότι θα επανεκκινήσουν οι έρευνες για το καλώδιο, ο «κεραυνός» ήρθε από τη Κύπρο. Οι δηλώσεις του κύπριου υπουργού Οικονομικών, κ. Μάκη Κεραυνού ότι το έργο «δεν είναι βιώσιμο» προκαλέσαν μια ομοβροντία τοποθετήσεων κυβερνητικών στελεχών από την Αθήνα, που ανέβασε απότομα τους τόνους έναντι της Λευκωσίας, δίνοντας την εντύπωση ότι το καλώδιο δοκιμάζει ξανά τις σχέσεις των δύο χωρών.
«Είναι επιτακτική ανάγκη η κυπριακή πλευρά να ξεκαθαρίσει τη θέση της», είπε ο υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Σταύρος Παπασταύρου, τονίζοντας ότι οι δηλώσεις του κύπριου υπ. Οικονομικών στέλνουν ένα αμφίσημο μήνυμα και δημιουργούν ερωτηματικά, ιδιαίτερα όταν το έργο είναι κρίσιμης σημασίας για τη Κύπρο και ιδιαίτερα όταν η ΡΑΕΚ ενέκρινε πρόσφατα τα 25 εκατ. ευρω που οφείλει να καταβάλει η κυπριακή πλευρά.
«Η κυπριακή κυβέρνηση πρέπει να αποσαφηνίσει τη στάση της. Το καλώδιο δεν μπορεί να πληρωθεί μόνο από τον Έλληνα φορολογούμενο, πρέπει να διαμοιραστεί», είπε από τη πλευρά του ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, κ. Κωστής Χατζηδάκης, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και ο κ. Μαρινάκης.
Στην ουσία, η κυβερνητική γραμμή είναι ότι σε μια κρίσιμη συγκυρία που η Ελλάδα προτίθεται να επανεκκινήσει τις έρευνες για το καλώδιο – έτσι τουλάχιστον έχει υποστηρίξει ο ΥΠΕΞ Γ.Γεραπετρίτης – και να αναλάβει ένα γεωπολιτικό ρίσκο, δεν μπορεί η Κύπρος, δηλαδή ο κύριος ωφελούμενος από το έργο των 2 δισ., αφού θα βγει από την ενεργειακή της απομόνωση, να υπονομεύει την προσπάθεια και να δηλώνει ότι θέλει να το εγκαταλείψει.
Στη πραγματικότητα ωστόσο υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση, σύμφωνα με την οποία το κυπριακό «όχι» αποτελεί ένα καλό άλλοθι για την Αθήνα, προκειμένου να φορτώσει το διαφαινόμενο φιάσκο στη Λευκωσία, πουλώντας ταυτόχρονα «φθηνό πατριωτισμό», στη λογική ότι η κυβέρνηση θέλει να επανεκκινήσει τις έρευνες βυθού για τον GSI, αλλά η Κύπρος δεν τον στηρίζει.
Σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή, οι ισχυρές κυπριακές επιφυλάξεις, προσφέρουν στη κυβέρνηση την ευκαιρία να βγει από τη δύσκολη θέση, καθώς αν η Λευκωσία εμείνει στη στάση της, δεν θα χρειαστεί προφανώς η Αθήνα να προβεί σε έκδοση NAVTEΧ, δηλαδή να τεστάρει τις αντοχές της επί του πεδίου έναντι της Τουρκίας, ρισκάροντας να βρεθεί αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο μιας δεύτερης «Κάσου», με ό,τι πολιτική ζημιά θα σήμαινε κάτι τέτοιο για την ίδια.
Παραπλανητική προσέγγιση
Στο σενάριο που αληθεύει αυτή η ανάγνωση, η αναζήτηση άλλοθι στις δηλώσεις Κεραυνού για το πάγωμα των ερευνών της ηλεκτρικής διασύνδεσης είναι επικίνδυνα παραπλανητική. Το πάγωμα των ερευνών για κοντά ένα χρόνο και η διακοπή τους τον Ιούλιο του 2024 στα 6 ναυτικά μίλια της Κάσου, δεν οφείλονταν προφανώς στον κ. Κεραυνό.
Σημειωτέον ότι ο τελευταίος είχε εκφράσει δημόσια την αντίθεση του στο έργο ήδη από την  1η Αυγούστου, κρατώντας τότε αποστάσεις από την απόφαση της ΡΑΕΚ, που είχε μόλις εγκρίνει τη καταβολή 25 εκατ. ευρώ στον ΑΔΜΗΕ. Τότε όμως δεν είχε υπάρξει η παραμικρή δήλωση από την ελληνική κυβέρνηση.
Στο βαθμό που η Κύπρος κάνει τελικά πίσω, η Αθήνα δεν θα έχει προφανώς κανένα λόγο να επιμείνει, και έτσι θα βγάλει την ουρά της από το έργο, πετώντας από πάνω της τη «καυτή πατάτα», και φορτώνοντας τις ευθύνες στη Λευκωσία, μέσω ενός blamegame που έχει ήδη ξεκινήσει.
Ανεξαρτήτως της μόνιμης διχογνωμίας στη Λευκωσία, η Αθήνα θα κάνει μεγάλο λάθος αν εγκαταλείψει την υπόθεση GSI, καθώς θα ενισχύσει εκθετικά τις προσπάθειες της Τουρκίας να περιορίσει την άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Nexans, Κομισιόν και κυπριακές παλινωδίες
Στην εικόνα πλήρους σύγχυσης που επικρατεί από χθες, λάδι στη φωτιά έριξαν και οι δηλώσεις του Προέδρου Χριστοδουλίδη, ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αρχίζει έρευνα σε σχέση με πιθανά ποινικά αδικήματα αναφορικά με το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης, χωρίς να δώσει περαιτέρω διευκρινήσεις. Σύμφωνα ωστόσο με πηγές της ελληνικής πλευράς, η έρευνα αφορά τη περίοδο της διαχείρισης του έργου από τον προηγούμενο promoter, τον Euroasia Interconnector, προτού δηλαδή αναλάβει τον GSI ο ΑΔΜΗΕ.
Όσο για τη Κομισιόν που έχει χρηματοδοτήσει το έργο με 657 εκατ. ευρώ, και που προ ημερών ανέδειξε ξανά τη στρατηγική του σημασία, πιθανώς τις επόμενες ημέρες να αναλάβει μια ύστατη πρωτοβουλία πίεσης προς τη κυπριακή πλευρά.
Η δε, γαλλική Nexans, βλέπει ότι ο χρόνος για να πάρει τις αποφάσεις της μετρά αντίστροφα (είχε θέσει ως deadline το Σεπτέμβριο) και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι αν δεν αντιστραφεί το κλίμα, είναι θέμα εβδομάδων να σταματήσει τη παραγωγή του καλωδίου.
Την ίδια στιγμή, οι διαφορετικές δηλώσεις στο κυπριακό στρατόπεδο δείχνουν και την εικόνα των μόνιμων «μπρος – πίσω» που χαρακτηρίζουν τη στάση της Λευκωσίας από την αρχή της περιπέτειας του GSI.
Το γεγονός προκύπτει από τις δηλώσεις του Κύπριου υπ. Οικονομικών, η τοποθέτηση του οποίου ήταν διαφορετική από τα όσα είπε χθες ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης. «Το έργο είναι στρατηγικής σημασίας. Η βιωσιμότητα του εξαρτάται από την υλοποίηση δεσμεύσεων που έχει αναλάβει ο φορέας υλοποίησης που είναι ο ΑΔΜΗΕ και αναμένουμε την υλοποίηση των συγκεκριμένων δεσμεύσεων», δήλωσε χθες ο Κύπριος Πρόεδρος, υπονοώντας προφανώς τις έρευνες βυθού που έχουν παγώσει.
Στον αντίποδα ο κ. Κεραυνός υποστηρίζει ότι το έργο δεν είναι οικονομικά βιώσιμο, δίχως να επικαλείται γεωπολιτικούς λόγους.
«Έχω ενώπιόν μου δύο μελέτες από ανεξάρτητους και σοβαρούς οργανισμούς, οι οποίες καταλήγουν στο ότι αυτό το έργο δεν είναι βιώσιμο, με τους συγκεκριμένους όρους», ανέφερε στην επίμαχη συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κύπρου» ο υπουργός, ο οποίος θα πρέπει να δώσει το τελικό πράσινο φως για την ανάκτηση από τον ΑΔΜΗΕ των 25 εκατ. ευρώ που ενέκρινε έπειτα από πολλές ενστάσεις τον Ιούλιο η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας της Κύπρου (ΡΑΕΚ).
Στην πράξη όμως οι μελέτες που επικαλείται ο υπουργός αφορούν, όπως αναγνωρίζουν και κυπριακά δημοσιεύματα, αυτές που είχαν γίνει από τον αμερικανικό οίκο Curtis, Mallet-Prevost, Colt and Mosle, για τη συμμετοχή της Κύπρου στο επενδυτικό σχήμα που θα υλοποιήσει τη διασύνδεση.
Δεν αφορούν δηλαδή την υποχρέωση που ανέλαβε το Σεπτέμβριο του 2024 η Λευκωσία μέσω της διακρατικής συμφωνίας που είχε υπογράψει με την Αθήνα, προκειμένου να καταβάλλει από το κρατικό ταμείο 25 εκατ. για την περίοδο 2025-2029, για όλα τα έξοδα του ΑΔΜΗΕ που θα κριθούν δικαιολογημένα από τη ΡΑΕΚ.
Τα ποσά των 25 εκατ. ευρώ το χρόνο και συνολικά 125 εκατ. για τη περίοδο κατασκευής είναι τμήμα του κειμένου που είχαν συνυπογράψει το περυσινό Σεπτέμβρη οι δύο κυβερνήσεις, στο οποίο δεν υπάρχει καμία σύνδεση ως προς τη καταβολή τους με τη πραγματοποίηση των θαλασσίων ερευνών.
Είναι η ίδια συμφωνία που προβλέπει ότι αν ματαιωθεί το έργο για λόγους ανωτέρας βίας, δηλαδή εξωτερικούς παράγοντες εκτός του ελέγχου, της ευθύνης και της υπαιτιότητας του Φορέα Υλοποίησης (γεωπολιτικό ρίσκο), ο τελευταίος μπορεί να ανακτήσει τις μέχρι τότε δαπάνες, ισόποσα, 50%-50% μεταξύ των καταναλωτών των δύο χωρών. Και η κυπριακή πλευρά αντί για τα 25 εκατ. ευρώ που καλείται σήμερα να πληρώσει, θα κληθεί να καταβάλει 125 εκατ. ευρώ, όσο το 50% των μέχρι τώρα συνολικών δαπανών του ΑΔΜΗΕ (251 εκατ).
Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που στις χθεσινές του δηλώσεις ο κύπριος υπ. Οικονομικών αποφεύγει να επικαλεστεί ευθέως γεωπολιτικούς λόγους παρά κάνει λόγο για μη οικονομική βιωσιμότητα του έργου.
Τα εγχώρια συμφέροντα
Έτερο δεδομένο αφορά τα συμφέροντα όσων «παίζουν» στην ενεργειακή αγορά της Κύπρου, η οποία ούσα ενεργειακά απομονωμένη, έχει μια από τις ακριβότερες τιμές ρεύματος στην Ευρώπη. Οι παίκτες αυτοί ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι τη διασύνδεση.
Τυχόν ηλεκτρική διασύνδεση του νησιού με την Ελλάδα θα αύξανε προφανώς τον ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, με ό,τι αυτό θα σήμαινε για τις τιμές και για τους εισαγωγείς πετρελαίου για τις μονάδες της ΑΗΚ (κυπριακής ΔΕΗ), μέχρι τους ντόπιους παραγωγούς ΑΠΕ.
Το θέμα είχε αναδείξει με δηλώσεις του το Σεπτέμβρη του 2024, ο πρώην υπ.ΠΕΝ  Θόδωρος Σκυλακάκης, παραθέτοντας στοιχεία που έδειχναν ότι η μέση τιμή χονδρικής στην Κύπρο κινούνταν τότε στα 164 ευρώ η μεγαβατώρα, όταν στην Ελλάδα βρισκόταν στα 92 ευρώ.
Δηλαδή η μεγαβατώρα της ηλεκτρικής ενέργειας στο νησί ήταν κατά 72 ευρώ ακριβότερη. Σήμερα, οι τιμές που πληρώνουν τα κυπριακά νοικοκυριά κινούνται στα 32 λεπτά η κιλοβατώρα, έναντι 12-13 λεπτών στην Ελλάδα.

Γράφει ο Γιώργος Φιντικάκης – Πηγή: euro2day.gr