Με την ανάληψη της Προεδρίας του Συμβουλίου την 1η Ιανουαρίου 2021 από την Πορτογαλία, επανεκκίνησαν οι τρίλογοι μεταξύ των θεσμών της Ευρώπης για τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο. Τριβές μεταξύ των θεσμών οδηγούν σε καθυστερήσεις στις τριμερείς διαπραγματεύσεις, με την ολοκλήρωσή τους πλέον να προγραμματίζεται για το καλοκαίρι του 2021.
Ο Κανονισμός για τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο επιδιώκει να αποτυπώσει, με νομικά δεσμευτικό τρόπο, τον κεντρικό στόχο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, δηλαδή, την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας ως το 2050, καθιστώντας την Ευρώπη την πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρο στον κόσμο.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Φρανς Τίμερμανς, Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος είναι «ο νόμος των νόμων» και πρέπει να προχωρήσει άμεσα, ώστε να προσφέρει τη βεβαιότητα που απαιτείται από επιχειρήσεις και πολίτες για τον μετασχηματισμό όλων των τομέων της οικονομίας.
Λόγω του κομβικού ρόλου που θα έχει ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος στην ευρωπαϊκή κλιματική πολιτική αλλά και την καταλυτική επίδραση που αναμένεται να ασκήσει σε όλους τους τομείς της οικονομίας, αποκτά σημασία μια ανασκόπηση του περιεχομένου του και των έως τώρα σχετικών εξελίξεων.
Προς συμμόρφωση με τους νέους ευρωπαϊκούς κλιματικούς στόχους που θα κατοχυρωθούν νομικά, θα απαιτηθούν, επίσης, μεγάλες αλλαγές και στον κορμό της ευρωπαϊκής κλιματικής νομοθεσίας, που αποτελείται από την Οδηγία για το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), τον Κανονισμό για τον επιμερισμό των προσπαθειών μεταξύ των Κρατών Μελών στους τομείς εκτός ΣΕΔΕ, και τον Κανονισμό για τις εκπομπές και τις απορροφήσεις από δραστηριότητες χρήσης γης, αλλαγής χρήσης γης και δασοπονίας (LULUCF), την αναθεώρηση των οποίων η Επιτροπή έχει ήδη εντάξει στον προγραμματισμό της.
Πέρα από τους στόχους για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος εισάγει διακριτά την παράμετρο της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, γύρω από την οποία διαφαίνεται ότι οι τρεις θεσμοί βρίσκονται ήδη σε συμφωνία.
Τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ευρώπης όσο και τα Κράτη Μέλη θα πρέπει να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν στρατηγικές και σχέδια προσαρμογής για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και τη μείωση της τρωτότητας λόγω κλιματικής αλλαγής.
Υπάρχουν όμως και πολλά σημεία του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου που προκαλούν τριβές μεταξύ των θεσμών, ενώ έχουν προκαλέσει την κριτική της κοινωνίας των πολιτών και των εμπλεκόμενων φορέων, με κυριότερα τα εξής:
-
Η θέσπιση ή μη στόχου επίτευξης της κλιματικής ουδετερότητας σε εθνικό επίπεδο.
-
Ο τελικός στόχος μείωσης εκπομπών για το 2030 δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο προκρίνει πιο φιλόδοξο στόχο από τους άλλους δύο θεσμούς (-60% έναντι -55% συγκριτικά με 1990).
-
Η χρήση ή όχι προϋπολογισμού άνθρακα, όπως ζητάει το Κοινοβούλιο.
-
Η θέσπιση ή μη ενδιάμεσων στόχων μεταξύ 2030 και 2050, όπως θέτουν τόσο το Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο των Υπουργών (παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους όσον αφορά τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί και τον χρόνο θέσπισης του στόχου).
-
Ο μηχανισμός και ο θεσμός που θα προσδιορίζει την πορεία επίτευξης του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας μεταξύ 2030 και 2050.
-
Η θέσπιση ή μη ανεξάρτητης επιστημονικής επιτροπής που θα συνδράμει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο έργο της, όπως ζητά το Κοινοβούλιο.
-
Η διάρκεια των κύκλων αξιολόγησης που περιλαμβάνει ο μηχανισμός παρακολούθησης της προόδου. Η Επιτροπή προτείνει πενταετείς κύκλους στη βάση των απαιτήσεων της Συμφωνίας του Παρισιού, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προτείνει αξιολόγηση της πορείας επίτευξης των στόχων ανά διετία.
-
Η εναρμόνιση των χρηματοδοτικών μέσων και των επενδύσεων με τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο καθώς και η παύση των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα. Το Κοινοβούλιο ζητάει με σαφήνεια την παύση των άμεσων και έμμεσων επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα και ζητάει επαρκή χρηματοδότηση για την επίτευξη των κλιματικών στόχων, ενώ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναγνωρίζει τον ρόλο του ορυκτού αερίου ως καύσιμο «γέφυρα».