Τακαμπανάκιααπό την αγορά ενέργειας που βλέπει όχι μόνο να μην επιλύονται εκκρεμότητες από το παρελθόν, αλλά σε αυτές να προστίθενται καινέα προβλήματα,αυξάνονται,χωρίς ωστόσο να διαφαίνονται ενδείξεις κινητοποίησης από το αρμόδιο υπουργείο.
Σε συνέχεια της δυσαρέσκειας της αγοράς των ΑΠΕ που βλέπει σοβαρά θέματα να διαιωνίζονται, όπως το πλαίσιο για τις περικοπές (Μηχανισμός Αντιστάθμισης), της ανησυχίας των κρίκων της αλυσίδας στην δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα που ναι μεν φιλοδοξεί να ενεργοποιήσει επενδύσεις 3 δισ., ωστόσο το θεσμικό πλαίσιο ακόμη αγνοείται ή των καθυστερήσεων στην αντιμετώπιση των ρευματοκλοπών – για να αναφέρουμε μερικά μόνο από τα ανοιχτά μέτωπα του ΥΠΕΝ – τη σκυτάλη έχουν πάρει τις τελευταίες εβδομάδες οι προμηθευτές.
Το νέο καμπανάκι προέρχεται από τους παρόχους και αφορά τοδιογκούμενο έλλειμμα του Ειδικού Λογαριασμού που επιδοτεί μέσω των περίφημων Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), τη προμήθεια ρεύματος στους δικαιούχους του ΚΟΤ και τους κατοίκους των μη διασυνδεδεμένων νησιών, προκειμένου να πληρώνουν τιμές αντίστοιχες με αυτές των υπόλοιπων καταναλωτών.
Σε χθεσινή του νέα επιστολή προς τη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας (ΕΣΠΕΝ), που εκπροσωπεί όλους τους ισχυρούς του χώρου, σημειώνει ότι το έλλειμμα του συγκεκριμένου λογαριασμού κινείται σε… βαθύ «κόκκινο», βρίσκεται στα 400 εκατ ευρώ και επείγει η λήψη μέτρων από το κρατικό προυπολογισμό.
Το καλοκαίρι η «τρύπα» είχε φτάσει σύμφωνα με πληροφορίες τα 300 εκατ και σήμερα το σωρευτικό έλλειμμα του Ειδικού Λογαριασμού Υπηρεσιών Κοινής Ωφελείας (ΕΛΥΚΩ), που παραμένει ελλειμματικός από τον Απρίλιο του 2023, έχει εκτοξευθεί κατά επιπλέον 100 εκατ. ευρώ.
Στην πράξη, όσο αυξάνεται το έλλειμμα, τόσο μεγαλώνουν και τα χρέη του λογαριασμού απέναντι στους παρόχους ρεύματος, καθώς εισπράττουν όλο και λιγότερες αποζημιώσεις για τα ίδια κεφάλαια που δεσμεύουν, προκειμένου τα τιμολόγια των δικαιούχων του ΚΟΤ και όσων διαμένουν σε μη διασυνδεδεμένα νησιά να είναι τα ίδια με αυτά των υπόλοιπων καταναλωτών.
Τι σημαίνει διόγκωση του ελλείμματος
Σαν αποτέλεσμα οι οφειλές προς τις εταιρείες κινούνται εκ νέου ανοδικά, καθώςαποζημιώνονται «έναντι»για τα κεφάλαια που δεσμεύουν («με απομείωση άνω του 30% κατά μέσον όρο, προσεγγίζοντας ακόμη και το 60%»), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα τιμολόγια που προσφέρουν στην αγορά, όπως οι ίδιες υποστηρίζουν.
Στην επιστολή αναφέρεται ότι «οι προμηθευτές αναλαμβάνοντας το βάρος χρηματοδότησης του ελλείμματος μέσω κεφαλαίου κίνησης με υψηλό κόστος δανεισμού (6,5%), επωμίζονται σήμερα ένα χρηματοοικονομικό κόστος περίπου €26 εκατ. ετησίως, γεγονός που μεταφράζεται σε αυξητικές πιέσεις στα τιμολόγια και περιορίζει τη ρευστότητα της αγοράς».
Στα τέλη του προηγούμενου χρόνου, και μπροστά στον υπαρκτό φόβο να μεταφερθεί στους καταναλωτές το διογκούμενο έλλειμμα του συγκεκριμένου λογαριασμού που είχε υπερβεί τότε τα 600 εκατ, η κυβέρνηση είχε επιστρατεύσει τη λύση του προϋπολογισμού, με μιακρατική «ένεση» 400 εκατ. ευρώ. Το γεγονός είχε δώσει τη δυνατότητα επιστροφής στις εταιρείες προμήθειας ενός μεγάλου μέρους των ποσών που τους οφείλονταν από την άνοιξη του 2023, ωστόσο η «ένεση» δεν αποδείχθηκε επαρκής.
Τα στελέχη της αγοράς στέλνουν το μήνυμα προς τη κυβέρνηση ότι χρειάζεται να επιστρατεύσει ξανά το προϋπολογισμό, καθώς η παροχή ΥΚΩ είναι αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής πολιτικής, αλλά δεν μπορεί να χρηματοδοτείται στην πράξη από τους ίδιους τους προμηθευτές. Και καλούν το υπουργείο να ενεργοποιήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες ενίσχυσης του Λογαριασμού από τα κρατικά ταμεία, θέτοντας ζήτημα αποζημίωσης των προμηθευτών για το κόστος που αναγκάζονται να επωμιστούν.
Η «μαύρη τρύπα» των ΥΚΩ είχε γεννηθεί στην καρδιά της κρίσης του 2022, όταν η κυβέρνηση είχε χρησιμοποιήσει τους πόρους του συγκεκριμένου Λογαριασμού για να χρηματοδοτήσει τις οριζόντιες επιδοτήσεις στο ρεύμα. Εκτοτε αυτή αυξομειώνεται, και μαζί της συντηρείται και ο κίνδυνος να χρειαστεί να βάλουν το χέρι στην τσέπη οι καταναλωτές για να τη μειώσουν.
Το ζήτημα με τις τηλεμετρήσεις
Τα χρέη που φορτώνονται για τη παροχή των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας είναι η μια πτυχή της κριτικής από τους παρόχους που συσσωρεύουν ανοικτά θέματα. Η άλλη αφορά τιςδυσλειτουργίες στην αποστολή των μετρητικών δεδομένων των τηλεμετρούμενων παροχών.
Σε μια συγκυρία, όπου το ζητούμενο στην αγορά του ρεύματος είναι η γρήγορη τοποθέτηση όσο το δυνατόν περισσότερων έξυπνων μετρητών και παρ’ ότι το ποσοστό τηλεμέτρησης δεν ξεπερνά προς ώρας το 13%του συνόλου, οι πάροχοι καταγγέλουν ελλείψεις, σφάλματα και καθυστερήσεις από πλευράς ΔΕΔΔΗΕ στην αποστολή μετρητικών δεδομένων που ξεπερνούν και τον ένα μήνα.
Σε προ δεκαημέρου επιστολή του προς τη Ρυθμιστική Αρχή και τον ΔΕΔΔΗΕ, ο σύνδεσμος των προμηθευτών σημείωνε ότι τα προβλήματα αυτά δεν αφορούν μόνο την καθημερινή εξυπηρέτηση των καταναλωτών και την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων των παρόχων, αλλάθέτουν σε κίνδυνο την αξιοπιστία της αγοράς, ενόψει και της σταδιακής εγκατάστασης έξυπνων μετρητών και επέκτασης της τηλεμέτρησης.
Σε μια υπόθεση που είναι αμιγώς τεχνική, η επιστολή μιλά για ελλείψεις που «αφορούν είτε ολόκληρα αρχεία, είτε επιμέρους δεδομένα (όπως μέρος των πιστοποιημένων δεδομένων, άεργα φορτία – reactive energy – ή μετρήσεις παραγωγής σε φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις)», προσθέτοντας ότι η απουσία μετρητικών δεδομένων έστω και για μεμονωμένες ώρες ή ημέρες, καθιστά αδύνατη τη τιμολόγηση των πελατών.
Στην ίδια κατεύθυνση κάνει λόγο για ύπαρξη σφαλμάτων στα αρχεία, δηλαδή διπλοεγγραφές (λ.χ για την ίδια ημέρα), αναντιστοιχία αριθμών μετρητών-συσκευής, αδυναμία τιμολόγησης πελατών με Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο (ΚΟΤ), αποστολή μη ποιοτικών – ρεαλιστικών δεδομένων ειδικά σε περιπτώσεις έγχυσης –παραγωγής για τις παροχές με net metering, κ.ό.κ.
Το θέμα αφορά προς το παρόν ένα περιορισμένο αριθμό καταναλωτών. Ενόψει ωστόσο της ολοκλήρωσης του έργου επέκτασης της τηλεμέτρησης και εγκατάστασης έξυπνων μετρητών, βάσει του εγκεκριμένου Σχεδίου Ανάπτυξης του Δικτύου του ΔΕΔΔΗΕ για την περίοδο 2024–2028, οι όγκοι της ενέργειας που θα διακινούνται μέσω τηλεμετρούμενων παροχών και για το οποίο θα είναι απαραίτητη η διαβίβαση αναλυτικών μετρητικών δεδομένων προς τους προμηθευτές, θα αυξηθεί σημαντικά κατά το επόμενο διάστημα.