Σχεδόν επτά εβδομάδες νωρίτερα ξεκινά η αντιπυρική περίοδος στην Καλιφόρνια εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες.
Όπως αναφέρει η μελέτη, η υπερθέρμανσητου πλανήτηέχει μετατοπίσει την τυπική έναρξη της περιόδου κατά την οποία ξεσπούν συνήθως πυρκαγιέςστην Καλιφόρνια, έως και ενάμιση μήνα νωρίτερα σε ορισμένες περιοχές.
Οι ερευνητές αποδίδουν αυτή την αλλαγή στην ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή, όπως αναφέρειη έκθεση που δημοσιεύθηκε στο Science Advances. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η περίοδος με υψηλό κίνδυνο για καταστροφικές πυρκαγιές έχει πλέον μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση με το παρελθόν, κυρίως εξαιτίας της επίδρασης της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας. Η μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση των φαινομένων Diablo και Santa Ana – ξηροί και θερμοί άνεμοιπου πνέουν από την ενδοχώρα προς τις ακτές – παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πρόκληση μεγάλων πυρκαγιών.
Αυτή η τάση παρατηρείται εντονότερα στα βουνά με μεγαλύτερο υψόμετρο και στα βόρεια δάση της Καλιφόρνια, όπου η περίοδος των πυρκαγιών έχει επεκταθεί κατά μέσο όρο κατά δύο ημέρες κάθε χρόνο την ίδια περίοδο. Μάλιστα, οι πιο επικίνδυνες ημέρες παρατηρούνται συχνότερα τον Νοέμβριο, όταν παλαιότερα ο κίνδυνος αυτός ήταν περιορισμένος.
«Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν τον σημαντικό αντίκτυπο που έχει η κλιματική αλλαγή στη ζωή και τα μέσα διαβίωσης των ανθρώπων», δήλωσε ο Άλεξ Χολ, εκ των συντακτών της έκθεσης και διευθυντής του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν προηγμένα κλιματικά μοντέλα και στατιστικές μεθόδους για να διαχωρίσουν την επίδραση της φυσικής μεταβλητότητας από εκείνη της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής. Τα ευρήματά τους δείχνουν ότι χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση, οι ακραίες συνθήκες πυρκαγιάς κατά την φθινοπωρινή περίοδο θα ήταν σημαντικά λιγότερο συχνές.
Η μελέτη αναδεικνύει την ανάγκη για αναπροσαρμογή των στρατηγικών διαχείρισης δασικών πυρκαγιών, δεδομένου ότι η εποχή υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς δεν περιορίζεται πλέον τους θερινούς μήνες. Οι ερευνητές τονίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να επανεξετάσουν την κατανομή πόρων και τις πολιτικές τους, λαμβάνοντας υπόψη τη νέα κλιματική πραγματικότητα.