Τις θέσεις του επί της δημόσιας διαβούλευσης για τις ρευματοκλοπές κατέθεσε με επιστολή του ο ΕΣΠΕΝ. Όπως σημειώνει ο Σύνδεσμος, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις από πλευράς ΔΕΔΔΗΕ κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Ωστόσο, τονίζεται ότι σε περίπτωση διαπιστωμένης ρευματοκλοπής, δε θα πρέπει οι προμηθευτές και κατ’ επέκταση οι καταναλωτές, να επιβαρύνονται κατά τις οριστικές εκκαθαρίσεις.
Επιπλέον, ο ΕΣΠΕΝ επισημαίνει την ανάγκη να τεθεί σαφές χρονοδιάγραμμα και σχέδιο από τον διαχειριστή, για την σταδιακή απομείωση των απωλειών.
Αναλυτικά η επιστολή:
«Με την παρούσα επιστολή, ο Σύνδεσμος μας επιθυμεί να τοποθετηθεί επί της εισήγησης του ΔΕΔΔΗΕ για την αναθεώρηση του ρυθμιστικού πλαισίου των ρευματοκλοπών, στο πλαίσιο της σχετικής Δημόσιας Διαβούλευσης.
Τα κυριότερα υπό διαβούλευση θέματα, περιλαμβάνουν:
⇒ Την τροποποίηση του Εγχειριδίου Ρευματοκλοπών, και ιδίως την προσθήκη ειδικού κεφαλαίου, σχετικά με τη μεθοδολογία και τη διαδικασία καθορισμού: α) της Διοικητικά Οριζόμενης Τιμής (ΔΟΤ) βάσει της οποίας υπολογίζεται το κόστος μη καταγραφείσας ενέργειας λόγω διαπιστωμένης ρευματοκλοπής β) της αποζημίωσης του Διαχειριστή για το κόστος εντοπισμού και διαχείρισης διαπιστωμένων ρευματοκλοπών και γ) του συνολικού τιμήματος καταβολής λόγω ρευματοκλοπής.
⇒ Την εισήγηση του ΔΕΔΔΗΕ όσον αφορά: α) την αναθεώρηση της ισχύουσας ΔΟΤ β) το ποσοστό προσαύξησης αυτής και γ) τον υπολογισμό του διαχειριστικού κόστους ρευματοκλοπής.
⇒ Την τροποποίηση των διατάξεων του Κώδικα Διαχείρισης του ΕΔΔΗΕ και του Εγχειριδίου Ρευματοκλοπών, προκειμένου να τεθεί ανώτατο χρονικό περιθώριο διάρκειας δεκαπέντε (15) ημερών, αφενός για τη δυνατότητα διατύπωσης τεκμηριωμένων αντιρρήσεων από τον καταναλωτή, και αφετέρου για την αξιολόγηση των αντιρρήσεων αυτών από τον Διαχειριστή. Στο πλαίσιο των ανωτέρω τροποποιήσεων, προβλέπεται επίσης η εξαμηνιαία επικαιροποίηση της ΔΟΤ, προκειμένου αυτή να παραμένει ευθυγραμμισμένη με το τρέχον κόστος ενέργειας, καθώς και ο επανακαθορισμός του ποσοστού προσαύξησης της ΔΟΤ από το 70% στο 100%.
Όπως αναφέρει και ο ΔΕΔΔΗΕ στην εισήγηση του, καθότι το τίμημα το οποίο οφείλει να καταβάλει ο καταναλωτής, στην περίπτωση διαπιστωμένης ρευματοκλοπής, είναι -επί του παρόντος σημαντικά μικρότερο του αντίστοιχου ποσού που καλείται να πληρώσει ο συνεπής καταναλωτής, οι ανωτέρω προτεινόμενες τροποποιήσεις εμφορούνται από την αρχή ότι το κανονιστικό πλαίσιο περί ρευματοκλοπών πρέπει να έχει αποτρεπτικό και προληπτικό χαρακτήρα. Δεδομένων των ανωτέρω, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το επίπεδο των απωλειών (τεχνικών και μη τεχνικών) βαίνει διαρκώς αυξανόμενο κατά τα τελευταία έτη, ο Σύνδεσμος μας θεωρεί ότι οιπροτεινόμενες τροποποιήσεις κινούνται σε θετική κατεύθυνση.
Επιπρόσθετα σημειώνουμε ότι, η άμεση ένταξη όλων των καταναλωτών σε καθεστώς μηνιαίας καταμέτρησης, δύναται πράγματι, όπως αναφέρεται και στην εισήγηση του ΔΕΔΔΗΕ, να συμβάλει περαιτέρω στην αντιμετώπιση του φαινομένου των ρευματοκλοπών, εφόσον αυτή θα συνοδεύεται από την εντατικοποίηση των δράσεων αποτροπής του φαινομένου. Στην κατεύθυνση αυτή, κομβική σημασία θα έχει πρωτίστως η ολοκλήρωση του έργου της εγκατάστασης έξυπνων μετρητών για το σύνολο των καταναλωτών.
Ωστόσο, δεδομένων των θεμελιωδών αρμοδιοτήτων του ΔΕΔΔΗΕ όσον αφορά την αντιμετώπιση του φαινομένου των ρευματοκλοπών, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι:
⇒ Στις περιπτώσεις διαπιστωμένης ρευματοκλοπής, θεωρούμε ότι οι εκπρόσωποι φορτίου και κατ’ επέκταση οι καταναλωτές, δεν θα πρέπει να επιβαρύνονται κατά τις Οριστικές Εκκαθαρίσεις της Αγοράς Εξισορρόπησης -μέσω του Συντελεστή Κανονικοποίησης– με το επιπρόσθετο κόστος που αντιστοιχεί στη διαπιστωμένη ενέργεια των ρευματοκλοπών, καθότι αυτό προκαλεί με δομικό τρόπο, αναίτια πρόσθετη επισφάλεια η οποία λειτουργεί επιβαρυντικά για το κόστος προμήθειας και τη διαμόρφωση των τιμολογίων. Επί του παρόντος, το κόστος των διαπιστωμένων ρευματοκλοπών ανακτάται εις διπλούν, τόσο κατά τις Οριστικές Εκκαθαρίσεις, οπότε και καταβάλλεται από τους προμηθευτές και κατ’ επέκταση από τους καταναλωτές, όσο και κατά την προβλεπόμενη διαδικασία που εφαρμόζεται από τον ΔΕΔΔΗΕ, για την είσπραξη του σχετικού τιμήματος -λόγω διαπιστωμένης ρευματοκλοπής- απευθείας από τους υπόχρεους καταναλωτές. Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 95, παρ. 17 του Κώδικα Διαχείρισης Δικτύου, τα ποσά που συγκεντρώνει ο Διαχειριστής από την καταβολή οφειλών λόγω διαπιστωμένων ρευματοκλοπών, πιστώνονται στο “Αποθετικό Ρευματοκλοπών” και δύνανται να αντισταθμίσουν την οικονομική ζημία που υφίστανται οι καταναλωτές λόγω των ρευματοκλοπών, μέσω της πίστωσης λογαριασμών όπως ο λογαριασμός που τηρεί ο Διαχειριστής του Δικτύου για το κόστος χρήσης του Δικτύου.
Ωστόσο, θεωρούμε ότι θα ήταν σαφώς αποτελεσματικότερο και προς όφελος των τελικών καταναλωτών, η ενέργεια που αντιστοιχεί σε διαπιστωμένες ρευματοκλοπές, κατά την Οριστική Εκκαθάριση, να αφαιρείται απευθείας από τη συνολική ενέργεια που καταλογίζεται -μέσω του Συντελεστή Κανονικοποίησης- στους Εκπροσώπους Φορτίου και η οποία εν τέλει επιβαρύνει το σύνολο των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, προτείνουμε στον αριθμητή του κλάσματος της παρ. 1 του αρ. 26 του Εγχειριδίου Εκπροσώπησης Μετρητών και Περιοδικής Εκκαθάρισης, να εισαχθεί με αρνητικό πρόσημο η διαπιστωμένη ενέργεια ρευματοκλοπών για κάθε περίοδο κατανομής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεται τόσο η εις διπλούν ανάκτηση του κόστους των ρευματοκλοπών, όσο και η μετακύλιση της σχετικής επισφάλειας στους προμηθευτές και κατ’ επέκταση τους καταναλωτές κατά την Οριστική Εκκαθάριση, που επί του παρόντος προκαλούν με δομικό τρόπο, αυξητικές πιέσεις ως προς τη διαμόρφωση των τιμολογίων προμήθειας.
Ενδεικτικό των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί, ως προς την επισφάλεια και το κόστος που καλούνται να αναλάβουν οι προμηθευτές και οι καταναλωτές, μεταξύ άλλων και λόγω των ρευματοκλοπών, είναι το γεγονός ότι το επίπεδο της παραγόμενης ενέργειας το οποίο δεν δύναται να αντιστοιχηθεί από τον ΔΕΔΔΗΕ με τις καταμετρηθείσες ποσότητες, και το οποίο επιβαρύνει το κόστος προμήθειας, κατά το Α’ εξάμηνο του 2022 ανέρχεται σε ~18% για τη ΧΤκαι ~7,5% για τη ΜΤ (ως ποσοστό της καταμετρηθείσας ενέργειας), επίπεδο που προφανώς είναι εξαιρετικά υψηλό σε σύγκριση με λοιπά Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σημειώνεται ότι επί του θέματος της διαπιστωμένης ενέργειας ρευματοκλοπών, στο σκεπτικό της Απόφασης ΡΑΕ 1443/2020, αναφέρεται ότι πρόθεση της Αρχής αποτελεί η “προώθηση των αναγκαίων ρυθμίσεων, ώστε το συνολικό κόστος των απωλειών δικτύου να ενσωματώνεται στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις από το 2025”. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνουμε και πάλι ότι, κατ’ εφαρμογή των συγκεκριμένων προβλέψεων του αρ. 23 της Απόφασης ΡΑΕ 1431/2020 με στόχο την παροχή ισχυρού κινήτρου προς τον ΔΕΔΔΗΕ, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των απωλειών του Δικτύου από τη 2η Ρυθμιστική Περίοδο Διανομής (2025-2028) και εντεύθεν, στη μεθοδολογία υπολογισμού του Επιτρεπόμενου και Απαιτούμενου Εσόδου του ΔΕΔΔΗΕ της Απόφασης ΡΑΑΕΥ E-158/2024, θα έπρεπε να είχαν συμπεριληφθεί “δαπάνες που αντιστοιχούν στο εύλογο κόστος του Διαχειριστή Δικτύου για την εξασφάλιση των αναγκαίων ποσοτήτων ενέργειας προς αντιστάθμιση των συνολικών απωλειών ενέργειας στο Δίκτυο Διανομής”. Όπως αναδεικνύεται σε μελέτη του ACER1 , η Ελλάδα ήταν -ήδη από το 2021- και παραμένει σήμερα μία εκ των ελαχίστων Κρατών-Μελών της Ε.Ε. όπου το κόστος των απωλειών του δικτύου δεν ανακτάται μέσω του Επιτρεπόμενου Εσόδου του Διαχειριστή αλλά μετακυλίεται στο κόστος προμήθειας, με προφανή συνέπεια την έλλειψη επαρκούς κινήτρου του Διαχειριστή για τον περιορισμό των απωλειών.
⇒ Πέραν των ανωτέρω, θεωρούμε απαραίτητο να τεθεί εκ μέρους του Διαχειριστή, σαφές χρονοδιάγραμμα ενεργειών για την εκπόνηση και την υλοποίηση σχεδίου ανάσχεσης του αυξανόμενου επιπέδου των απωλειών και σταδιακής απομείωσης τους, στα πρότυπα αντίστοιχων προγραμμάτων που καταρτίζονται από Διαχειριστές δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, θέτοντας συγκεκριμένους και χρονικά προσδιορισμένους στόχους που συνδέονται με τις επενδύσεις που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Ανάπτυξης του Δικτύου.
⇒ Τέλος, προκειμένου να βελτιωθεί η διαδικασία εντοπισμού των ρευματοκλοπών από τον Διαχειριστή, προτείνεται στο πλαίσιο στοχευμένων ελέγχων για ρευματοκλοπή όπως αναφέρονται στην περίπτωση δ της παρ. 1 του αρ. 4, να προστεθεί και η διαδικασία παρακολούθησης και ελέγχου απενεργοποιημένων παροχών».