Τα κυκλοφορούντα αναφορτιζόμενα από το δίκτυο ηλεκτρικά αυτοκίνητα έφτασαν στο τέλος του 2019 τον αριθμό των 7,5 εκατομμυρίων παγκοσμίως (περιλαμβανομένων των ελαφρών φορτηγών). Παρά το ότι δεν υπερβαίνουν ακόμα και σήμερα το ποσοστό του 2% των συνολικών πωλήσεων δείχνουν έτοιμα να μπουν επικεφαλής της ζήτησης κατά την επόμενη δεκαετία δοθέντος ότι πολλές κυβερνήσεις, σε ολόκληρο τον κόσμο, εξαγγέλλουν περιορισμούς ή και απαγορεύσεις ακόμα των πωλήσεων αυτοκινήτων με θερμικούς κινητήρες ενώ ταυτόχρονα λαμβάνουν μέτρα για την υποστήριξη των πωλήσεων των ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε ανακοίνωση του Ελληνικού Ινστιτούτου Ηλεκτροκίνητων Οχημάτων, οι κατασκευαστές αυτών των αυτοκινήτων παράλληλα καταβάλλουν προσπάθειες αύξησης της αυτονομίας τους προκειμένου να απαλλάξουν τους οδηγούς τους από το φόβο ακινησίας του οχήματος λόγω εξάντλησης της αποθηκευμένης στους συσσωρευτές του ηλεκτρικής ενέργειας. Εντούτοις οι ολοένα και μεγαλύτερες σε χωρητικότητα συστοιχίες συσσωρευτών για την επίτευξη μεγαλύτερης αυτονομίας απαλύνουν μεν το πρόβλημα αλλά δεν αποτελούν κατά κανένα τρόπο τη λύση του.
Απαιτείται οπωσδήποτε και η δυνατότητα επαναφόρτισης των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, οποτεδήποτε και εάν αυτή απαιτηθεί καθ’ οδόν, προκειμένου να εξασφαλισθεί η απρόσκοπτη εξυπηρέτηση των οδηγών τους. Επομένως είναι απολύτως απαραίτητη η ανάπτυξη δικτύων σταθμών ταχείας επαναφόρτισης των ηλεκτρικών αυτοκινήτων κατά μήκος του οδικού δικτύου προκειμένου να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη ευρεία διάδοσή τους χωρίς συμβιβασμούς στον τρόπο χρήσης τους.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του IDTechExs, σχετικά με την ηλεκτροκίνηση, εκτιμάται ότι στο τέλος του 2030 θα βρίσκονται σε κυκλοφορία περισσότερα από 100 εκατομμύρια αναφορτιζόμενα από το δίκτυο ηλεκτρικά αυτοκίνητα, περιλαμβανομένων των επιβατικών, των λεωφορείων, των ελαφρών φορτηγών και των φορτηγών, τα οποία θα πρέπει να εξυπηρετούνται από τις υποδομές των σταθμών ταχείας επαναφόρτισης τις εγκατεστημένες κατά μήκος των οδικών δικτύων.
Μεταξύ αυτών τα επιβατικά αυτοκίνητα θα αποτελούν βέβαια το μεγαλύτερο αριθμό αλλά και οι στόλοι των λεωφορείων, των ελαφρών φορτηγών και των φορτηγών επίσης θα χρειάζονται αντίστοιχες υποδομές με χαρακτηριστικά ίδια ή εξειδικευμένα.
Η παγκόσμια αγορά των υποδομών φόρτισης και ταχείας φόρτισης ηλεκτρικών αυτοκινήτων εκτιμάται ότι θα φτάσει, στο τέλος του 2030, το ύψος των 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ετήσια βάση, αντιπροσωπεύοντας το 24% του σύνθετου ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης (CAGR).
Η ίδια ως άνω έρευνα προβαίνει σε μια θεώρηση της υπό εξέλιξη αναπτυξιακής πορείας των δικτύων φόρτισης ανά περιοχή του κόσμου με ειδικές αναφορές στην Κίνα, την Ευρώπη και τις Η.Π.Α.
Παρουσιάζει τους τρέχοντες αλλά και τους αναμενόμενους στο βάθος της δεκαετίας ρυθμούς αύξησης τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημόσιας χρήσης σταθμών φόρτισης ανά περιοχή, περιλαμβάνοντας σε αυτούς όλα τα είδη των σταθμούς όπως τους συμβατικούς με καλώδιο σύνδεσης, τους επαγωγικούς (ασύρματη σύνδεση) ακόμα δε και εκείνους που θα αφαιρούν την εκφορτισμένη συστοιχία και θα την αντικαθιστούν με μια άλλη πλήρως φορτισμένη (battery swapping).
Από την ανάλυση αυτών των στοιχείων προκύπτει ότι στην παρούσα φάση οι σταθμοί φόρτισης επιπέδου 2 αποτελούν το βασικό αντικείμενο δραστηριότητας, σχεδόν όλων των κατασκευαστών, δοθείσης της μεγάλης ζήτησής τους αλλά και λόγω της μικρής σχετικά επένδυσης που απαιτείται πριν αρχίσουν ακόμα να αποδίδουν το επιδιωκόμενο έργο.
Προχωρώντας όμως στον ζωτικό χώρο της ταχείας και υπερταχείας φόρτισης τα επιχειρηματικά σχέδια γίνονται δυσκολότερα επειδή οι εγκαταστάσεις αυτές απαιτούν εξ’ αρχής σημαντικές επενδύσεις, η εκμετάλλευσή τους καθίσταται επιχειρηματικά δυσχερέστερη λόγω των αυξημένων αποσβέσεων και της τιμολογιακής πολιτικής της ηλεκτρικής ενέργειας που εφαρμόζεται κατά τόπους και τέλος λόγω του πολύ μικρού ακόμα αριθμού κυκλοφορούντων ηλεκτρικών αυτοκινήτων τα οποία είναι κατάλληλα για την αξιοποίησή τους.
Παρά ταύτα, οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου των καυσίμων όπως είναι η Shell, η BP και άλλες, ενεργώντας προληπτικά και επιθυμώντας να διατηρήσουν μελλοντικά τα μερίδια αγοράς τους στην εμπορία ενέργειας υπό όλες τις μορφές της ήδη δραστηριοποιούνται στο χώρο επενδύοντας σημαντικά κεφάλαια.
Το ίδιο συμβαίνει και με πολλές συμπράξεις μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών οι οποίες στην προσπάθειά τους να προετοιμάσουν το έδαφος ώστε τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που θα βγαίνουν από τις σειρές παραγωγής τους να βρίσκουν αγοραστές, προχωρούν στην εγκατάσταση δικτύων ταχυφόρτισης για την υποστήριξη της απρόσκοπτης κυκλοφορίας τους.
Μεγάλος δάσκαλος εν προκειμένω υπήρξε η εταιρεία Tesla η οποία πρώτη συνειδητοποίησε αυτή την ανάγκη και εγκατέστησε στις Η.Π.Α. ένα τεράστιο δίκτυο σταθμών ταχείας φόρτισης σχεδόν αποκλειστικά για τα αυτοκίνητά της.
Όμως και οι κατά τόπους κυβερνήσεις, οι οποίες προωθούν την ηλεκτροκίνηση στις χώρες τους, εφαρμόζουν διάφορα προγράμματα στήριξης της επιχειρηματικότητας στο χώρο των σταθμών ταχείας και υπερταχείας φόρτισης όπως κάνει για παράδειγμα η Γερμανία η οποία έχει θεσπίσει επιδοτήσεις για το σκοπό αυτό σε μια προσπάθεια να προωθήσει τα απαραίτητα δίκτυα στα οποία θα στηριχθεί στη συνέχεια η επιδιωκόμενη ευρεία διάδοση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Οι στόλοι των ηλεκτρικών λεωφορείων όπως και οι στόλοι των φορτηγών θα απαιτήσουν πιθανώς διαφορετικής τεχνολογίας υποδομές φόρτισης από εκείνες των ηλεκτρικών επιβατικών αυτοκινήτων.
Η αναμενόμενη αύξηση των στόλων των ηλεκτρικών λεωφορείων και φορτηγών θα δημιουργήσει έτσι νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες εγκατάστασης και λειτουργίας κατάλληλων για τη χρήση αυτή σταθμών φόρτισης προσαρμοσμένων στα τεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά του τύπου των οχημάτων που θα υποστηρίξουν.
Το περίφημο δίλημμα της κότας και του αυγού, στο χώρο της ηλεκτροκίνησης, έπαψε εκ των πραγμάτων να υφίσταται. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα εξελίσσονται και πολλαπλασιάζονται ταυτόχρονα με την εξέλιξη και τη αύξηση του αριθμού των σταθμών φόρτισής τους.
Το βέβαιο είναι ότι η ύπαρξη των δικτύων φόρτισης, και ειδικότερα της ταχείας φόρτισης, αποτελεί ζωτική συνθήκη ευρείας διάδοσης των ηλεκτρικών οχημάτων αφού η τάση αύξησης της αυτονομίας τους μέσα από τη μεγέθυνση της χωρητικότητας των συσσωρευτών είναι αδιέξοδη και ασύμφορη από ένα σημείο και μετά. Ακόμα και εάν στο εγγύς μέλλον επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος των 1000 χιλιομέτρων αυτονομίας πάντα θα έλθει η στιγμή που το ηλεκτρικό αυτοκίνητο θα χρειασθεί επαναφόρτιση.
Ας σκεφτούμε άλλωστε ότι σήμερα υπάρχουν πολλά θερμικά αυτοκίνητα με αυτονομίες αυτού του επιπέδου τα οποία όμως προσέρχονται τακτικότατα στους σταθμούς υγρών καυσίμων για να γεμίσουν τα ρεζερβουάρ τους.