Σε μια περίοδο όπου οι ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας επιχειρούν σταδιακά να απορροφήσουν το ενεργειακό σοκ της διετίας 2021-2022, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα εξακολουθούν να παραμένουν σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το θέμα μάλιστα τέθηκε σε ανώτατο επίπεδο ακόμη και από πλευράς ευρωπαϊκών θεσμών με τον αρμόδιο επίτροπο ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν να παραδέχεται ότι οι τιμές στην Ελλάδα είναι υψηλότερες και να υπόσχεται την βοήθεια των Βρυξελλών για την άρση της στρέβλωσης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τη ραγδαία αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα και την ορατή αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών φυσικού αερίου, η ελληνική αγορά αδυνατεί να αποδώσει στους καταναλωτές τα αντίστοιχα οφέλη. Και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα συγκυριών – αλλά ενός συνδυασμού βαθιών, διαρθρωτικών στρεβλώσεων, που έχουν ως αποτέλεσμα να πλήττεται η ελληνική οικονομία και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας.
Η απομόνωση της Νοτιοανατολικής Ευρώπης
Βασικότερος λόγος είναι οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, στα σύνορα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, λειτουργεί παραδόξως ως ενεργειακή παγίδα. Αν και η χώρα συμμετέχει στον ενιαίο ευρωπαϊκό μηχανισμό καθορισμού τιμών ενέργειας, η πραγματικότητα στο σύστημα διασυνδέσεων είναι διαφορετική. Οι περιορισμένες δυνατότητες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας από και προς τις γειτονικές χώρες έχουν ως αποτέλεσμα να παραμένει σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από τις ανταγωνιστικές αγορές της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, εκεί όπου οι τιμές είναι σημαντικά χαμηλότερες, λόγω καλύτερης δικτύωσης και ισχυρότερου ανταγωνισμού.
Το γεγονός αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η ελληνική αγορά υποχρεούται να λειτουργεί σχεδόν αυτόνομα, σε μια “ενεργειακή νησίδα” όπου μικρές μεταβολές στην προσφορά ή τη ζήτηση μπορούν να οδηγήσουν σε έντονες διακυμάνσεις τιμών. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμη και σήμερα, με τον στόχο της ενοποίησης των αγορών να έχει τεθεί από τη δεκαετία του 2000, οι διασυνδέσεις με Βουλγαρία, Ιταλία και Αλβανία παραμένουν ανεπαρκείς ως προς τη μεταφορική τους ικανότητα και τη λειτουργική τους αξιοπιστία.
Στρεβλό μοντέλο τιμολόγησης βάσει της ακριβότερης μονάδας
Ένα από τα πιο συζητημένα χαρακτηριστικά του μοντέλου λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού είναι το λεγόμενο marginal pricing ή “pay–as–cleared”: η τιμή της αγοράς καθορίζεται από την ακριβότερη μονάδα που χρειάζεται για να καλυφθεί η ζήτηση. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι ακόμη και αν ένα σημαντικό ποσοστό της ζήτησης καλύπτεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, που προσφέρουν ρεύμα σε σχεδόν μηδενικό κόστος, η τελική τιμή για όλους τους παραγωγούς καθορίζεται από το ακριβότερο συμβατικό καύσιμο – συνήθως μονάδα φυσικού αερίου.
Με άλλα λόγια, οι χαμηλές τιμές των ΑΠΕ δεν περνούν στην αγορά και δεν μεταφράζονται σε χαμηλότερους λογαριασμούς για τον καταναλωτή. Αντίθετα, λειτουργούν ως υπερκέρδη για τους παραγωγούς, κάτι που εξηγεί εν μέρει και τις εξαιρετικές οικονομικές επιδόσεις συγκεκριμένων παικτών του κλάδου τα τελευταία χρόνια.
Συμφόρηση στο δίκτυο μεταφοράς
Ακόμη ένα κρίσιμο, αλλά λιγότερο εμφανές, πρόβλημα είναι η εσωτερική συμφόρηση στο δίκτυο υψηλής τάσης. Η Ελλάδα μπορεί να έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο στη διείσδυση των ΑΠΕ, αλλά η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα – κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και σε νησιωτικές περιοχές – δεν μπορεί να μεταφερθεί με ευκολία στα αστικά κέντρα ή στα σημεία κατανάλωσης.
Η υστέρηση στις επενδύσεις για την αναβάθμιση και την επέκταση των δικτύων, σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις στη διασύνδεση των νησιών και την απορρόφηση νέων ΑΠΕ, οδηγούν σε τεχνητούς περιορισμούς στη διαθεσιμότητα φθηνής πράσινης ενέργειας. Το φαινόμενο του “curtailment” –η απόρριψη παραγωγής ΑΠΕ λόγω αδυναμίας απορρόφησης από το σύστημα– έχει πλέον λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και μεταφράζεται σε αδικαιολόγητα υψηλότερο κόστος για το σύστημα και τον τελικό καταναλωτή.
Οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου
Τέλος, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η σημασία του φυσικού αερίου, το οποίο παραμένει βασικό καύσιμο για τη λειτουργία του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος. Παρά την αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών LNG, η Ελλάδα συνεχίζει να προμηθεύεται αέριο σε τιμές αισθητά υψηλότερες από χώρες με άμεση πρόσβαση σε φθηνότερες πηγές.
Η εξάρτηση από το LNG και η μικρή δυναμικότητα εναλλακτικών οδεύσεων εισαγωγής, καθιστούν την αγορά ευάλωτη σε διακυμάνσεις τιμών και διαταραχές στην παγκόσμια προσφορά.
Το “κρυφό premium” των Ελλήνων καταναλωτών
Το τελικό αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι ότι οι Έλληνες –νοικοκυριά και επιχειρήσεις– πληρώνουν ένα “κρυφό premium” στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Ένα premium που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση στην προσφορά και ζήτηση ενέργειας, αλλά τις δομικές αδυναμίες του συστήματος: από τη χωρική απομόνωση και τη θεσμική αδράνεια, μέχρι τις καθυστερήσεις σε επενδύσεις υποδομών και την επιμονή σε τιμολογιακά μοντέλα που έχουν πάψει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας αγοράς με αυξανόμενο μερίδιο ΑΠΕ.
Πώς μπορεί να βοηθήσει η Ε.Ε.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας ότι η ενεργειακή ένωση δεν μπορεί να είναι πραγματικά ενιαία όσο υπάρχουν χώρες ή περιοχές – ενεργειακά “νησιά” όπως η Ελλάδα και γενικότερα η Νοτιοανατολική Ευρώπη, έχει πλέον τη δυνατότητα να αναλάβει πιο ουσιαστικό ρόλο στη διόρθωση των στρεβλώσεων. Ειδικά μετά την κρίση του 2022, οι πολιτικές συγκυρίες και η στρατηγική αυτονομίας της ΕΕ επιτρέπουν παρεμβάσεις σε τρεις βασικούς άξονες:
Επιδότηση των ηλεκτρικών διασυνδέσεων – Χρηματοδοτικό άλμα για υποδομές
Η πρώτη και πιο κρίσιμη παρέμβαση αφορά στην ενίσχυση των διασυνδέσεων, όχι μόνο μεταξύ κρατών-μελών αλλά και εντός των ίδιων των χωρών, όπως η Ελλάδα. Πρόσφατα, η Κομισιόν πενταπλασίασε τον προϋπολογισμό για τις ενεργειακές υποδομές μέσω του μηχανισμού Connecting Europe Facility (CEF-Energy), με συνολικό ποσό 29,5 δισ. ευρώ έως το 2027.
Αυτό δίνει τη δυνατότητα για:
-
Χρηματοδότηση εθνικών και διακρατικών έργων μεταφοράς, όπως οι ενισχύσεις των υφιστάμενων διασυνδέσεων Ελλάδας–Βουλγαρίας και Ελλάδας–Ιταλίας.
-
Στήριξη μεγάλων διακρατικών projects, όπως ο “Κάθετος Διάδρομος” (Vertical Gas Corridor) ή ακόμη και ηλεκτρικές διασυνδέσεις όπως οι Greece–Cyprus–Israel (EuroAsia Interconnector) και Greece–Egypt (GREGY), που ενισχύουν τη θέση της Ελλάδας ως κόμβου.
Η επιτάχυνση των έργων αυτών με ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση μπορεί να περιορίσει τη σημερινή απομόνωση της ΝΑ Ευρώπης και να ενισχύσει τη ρευστότητα και ανταγωνιστικότητα των τιμών.
Στοχευμένες επιδοτήσεις για την ενεργοβόρο βιομηχανία – Διατήρηση ανταγωνιστικότητας
Η δεύτερη παρέμβαση έχει να κάνει με την στήριξη της βιομηχανικής παραγωγής στις περιοχές υψηλού κόστους ενέργειας, όπως η Ελλάδα. Σε αντίθεση με τη Γερμανία και τη Γαλλία, που έχουν ανακοινώσει εθνικά schemes στήριξης με φθηνή βιομηχανική τιμή ρεύματος (π.χ. “βιομηχανικό τιμολόγιο αναφοράς”), χώρες όπως η Ελλάδα έχουν μικρότερες δυνατότητες κρατικής ενίσχυσης.
Η Κομισιόν μπορεί να δώσει:
-
Δυνατότητα κρατικών ενισχύσεων με ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση, ώστε να υιοθετηθούν και στην Ελλάδα μοντέλα μειωμένων τιμολογίων για ενεργοβόρες βιομηχανίες.
-
Επέκταση του Carbon Border Adjustment Mechanism (CBAM) με αντισταθμίσεις για τις εγχώριες βιομηχανίες που πλήττονται από το υψηλό ενεργειακό κόστος.
-
Ενίσχυση των Contracts for Difference (CfD) για ΑΠΕ αποκλειστικά προς τη βιομηχανία, ώστε να έχει πρόσβαση σε σταθερό και χαμηλό κόστος ενέργειας.