Τα σημάδια για αλλαγή του ενεργειακού τοπίου στην Ευρώπη πυκνώνουν. Η πιο πιστή μέχρι τώρα οπαδός του Green Transition, η Γερμανία, υπό την αυξανόμενη πίεση της κοινής γνώμης που βλέπει τον λογαριασμό να φουσκώνει, και την οικονομία της να παραπαίει, ετοιμάζεται για τη μεγάλη στροφή.
Σηκώνει σταδιακά το πόδι από το γκάζι της πράσινης μετάβασης, και επιβεβαιώνοντας τις πρόσφατες ενδείξεις, δείχνει έτοιμη να αλλάξει στρατηγική, κρίνοντας και από τα όσα τονίζει συνεχώς, ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς, που προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις ενόψει των εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου, με δεύτερο κόμμα το AFD.
«Τα τελευταία χρόνια συμφωνήσαμε για τον ποιο ενεργειακό πόρο πρέπει να καταργήσουμε, δηλαδή τον άνθρακα και τη πυρηνική ενέργεια. Εφόσον όμως δεν βρήκαμε αντικαταστάτη, είναι εκτός συζήτησης να καταργήσουμε αυτά που έχουν απομείνει. Εάν συνεχίσουμε σ’ αυτή τη γραμμή, θα θέσουμε σε τεράστιο κίνδυνο τη Γερμανία ως βιομηχανικό προορισμό, κάτι που δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε», είπε προ ημερών ο Μέρτς, από το Μπόχουμ, το κέντρο της κοιλάδας της Ρουρ, όπου κάποτε χτυπούσε η καρδιά της γερμανικής βιομηχανίας.
Το φαβορί για τη Καγκελαρία επανήλθε με χθεσινή του συνέντευξη στο t-online, κατηγορώντας τη προηγούμενη κυβέρνηση Σολτς ότι «ήταν σοβαρό στρατηγικό της λάθος να κλείσει τους τελευταίους πυρηνικούς σταθμούς» και προαναγγέλοντας τη δημιουργία 50 νέων μονάδων με καύσιμο το φυσικό αέριο εφόσον κερδίσει τις εκλογές.
Η πίεση από τη κοινή γνώμη
Τα όσα λέει ο Μερτς δεν έρχονται ως κεραυνός εν αίθρια. Αντικατοπτρίζουν το τρόπο σκέψης για ένα αυξανόμενο μέρος της γερμανικής (και όχι μόνο) κοινής γνώμης που βλέπει το πράσινο κόστος να ξεφεύγει, τις φθηνές ΑΠΕ να μην φτάνουν στη τσέπη της και που αντιλαμβάνεται ότι είτε μειώσει η Ευρωπαϊκή Ενωση τις εκπομπές CO₂, είτε όχι, όσο ο υπόλοιπος πλανήτης θα καλυτερεύει τις συνθήκες διαβίωσής του καίγοντας άνθρακα, οι παραπάνω προσπάθειες δεν θα έχουν καμία σημασία.
Σε μελέτη του ινστιτούτου CSA που έγινε για λογαριασμό της εταιρείας Engie και δημοσιεύθηκε στη Handelsbatt, το 39% των πολιτών θεωρεί ότι η ενεργειακή μετάβαση αποτελεί απειλή για την αγοραστική τους δύναμη. Τα ποσοστά αυτά φτάνουν το 48% στο Βέλγιο, το 44% στη Γαλλία και το 41% στην Ολλανδία.
Σε άλλη μελέτη που έγινε στη Γερμανία, το 90% δηλώνει υπέρ της πράσινης μετάβασης, ωστόσο στο δεύτερο ερώτημα, κατά πόσο είστε διατεθειμένοι να δώσετε γι’ αυτήν το 30% του μισθού σας, η απάντηση είναι κατά 80% «όχι».
Στη πράξη, ένα σημαντικό ποσοστό των ευρωπαίων πολιτών, που ανήκουν στη μεσαία τάξη και όχι στην άκρα δεξιά, αντιλαμβάνονται ότι δεν είχαν ποτέ όλα τα δεδομένα στα χέρια τους, ούτε για το χρόνο, ούτε για το κόστος που θα αναληφθεί για τη πράσινη μετάβαση.
Το ερώτημα που τους τέθηκε από τις πολιτικές ηγεσίες ήταν «μισό». Τώρα, ακριβώς επειδή αποδίδουν ευθύνες στα συστημικά κόμματα για μια σειρά από αποτυχίες, από τη πράσινη μετάβαση και το μεταναστευτικό μέχρι το πόλεμο στην Ουκρανία και τις οικονομικές του επιπτώσεις, στρέφονται στα άκρα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών, το AFD που υποστηρίζεται από τον Μάσκ («θα γκρεμίσουμε τις ανεμογεννήτριες», είπε πρόσφατα η Αλις Βάιντελ), ποντάρει στις επόμενες εκλογές, όπου αν αυξήσει κι άλλο τα ποσοστά του, (21% σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις), θα γίνει πολύ κρίσιμος πολιτικός παράγοντας.
Τα αδιέξοδα και η Κομισιόν
Το αδιέξοδο για τη πρόεδρο της Κομισιόν είναι προφανές. Την ίδια στιγμή που η Φον Ντερ Λαινεν καλείται να υποστηρίξει το Green Transition, δηλαδή το δικό της ακριβό αφήγημα της προηγούμενης πενταετίας, πρέπει να βρει λεφτά για την άμυνα, όπου η ΕΕ χρειάζεται 500 δισ. ευρώ για να ενισχύσει την αυτονομία της σε προμήθειες όπλων στη νέα εποχή. Επομένως από κάπου πρέπει να κόψει.
Αν και το 2019, η πράσινη μετάβαση αποτελούσε τη νούμερο ένα προτεραιότητα για την τότε Κομισιόν, τώρα δεν βρίσκεται ούτε μέσα στις 10 πρώτες κατευθυντήριες γραμμές της νέας Επιτροπής, όπως τις ανακοίνωσε τον περασμένο Ιούλιο η κα Φον ντερ Λάινεν, με τις πρώτες έξι θέσεις να καταλαμβάνονται από την οικονομική ανταγωνιστικότητα, την ευρωπαϊκή άμυνα, τη κοινωνική συνοχή, τη ποιότητα ζωής, τη προστασία της Δημοκρατίας και το γεωπολιτικό βάρος της ΕΕ.
Και την ίδια στιγμή που σήμερα ορκίζεται Πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντ. Τράμπ, ο οποίος δεν απέστειλε πρόσκληση στην Πρόεδρο της Κομισιόν – όπως σχολιάζουν πηγές της αγοράς, τη θεωρεί μέρος της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και όχι αρχηγό κράτους με ουσιαστικές πολιτικές ευθύνες– πολλά απ’ όσα ο ίδιος έχει κατά καιρούς πει, όπως η ανάγκη τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία, αρχίζουν να κερδίζουν έδαφος όχι μόνο σε ακραία ευρωπαϊκά κόμματα, όπως το AFD, αλλά και σε ευρύτερα στρώματα.
Η έλευση Τραμπ «απελευθερώνει» τη κριτική προς την ευρωπαϊκή ηγεσία για τους χειρισμούς της στην Ουκρανία και τις ενεργειακές και οικονομικές του συνέπειες, με ό,τι πίεση αυτό συνεπάγεται προς τα συστημικά κόμματα, στα οποία ανήκουν οι συγκεκριμένοι ψηφοφόροι.
Οι ανατροπές
Τα παραπάνω, μπορεί μέσα στο επόμενο διάστημα να φέρουν, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, τεκτονικές ανατροπές στο ενεργειακό τοπίο της Ευρώπης, που συνοψίζονται ως εξής:
-
Πρώτον, να αλλάξουν ή επιβραδύνουν τα χρονοδιαγράμματα για τις πράσινες πολιτικές της Επιτροπής, για τα αυστηρότερα όρια εκπομπών CO₂, την επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών σε κτίρια και μεταφορές, και γενικά τους στόχους του 2030. Τυχόν αλλαγές γύρω από τις εκπομπές CO₂, το βασικό εργαλείο πολιτικής της Κομισιόν με το οποίο στηρίζει τη πράσινη μετάβαση, ασφαλώς θα ανακατέψουν τη τράπουλα. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι φθηνότερες σήμερα τεχνολογίες μπορεί να γίνουν ακριβότερες και τα ακριβότερα καύσιμα, φθηνότερα. Αυτό με τη σειρά του θα έχει επιπτώσεις στις πράσινες επενδύσεις, οι οποίες θα αρχίσουν να φρενάρουν.
-
Δεύτερον, τυχόν λήξη του πολέμου στην Ουκρανία, σε ένα εύλογο διάστημα, θα απελευθερώσει τη τιμή του φυσικού αέριου από τον γεωπολιτικό κίνδυνο από τον οποίο είναι απόλυτα εξαρτημένο το καύσιμο. Αν σε 6,8 ή 9 μήνες τερματιστεί ο πόλεμος, η αγορά θα πλημμυρίσει με φυσικό αέριο και μαζί με τις νέες παρτίδες από ΗΠΑ και Καταρ, η τιμή του μπορεί να πέσει ακόμη και κάτω από τα 10 ευρώ/ μεγαβατώρα, εκτιμούν πηγές της αγοράς. «Δεδομένου ότι ο Τραμπ πρόκειται να δώσει νέες άδειες, και σε μια διετία οι ΗΠΑ, το Κατάρ και η Αυστραλία μπορεί να έχουν διπλασιάσει τη παραγωγή τους, αν ανοίξει και η Ρωσία, τότε ο πλανήτης θα “πνιγεί” στο φυσικό αέριο», λένε οι ίδιες πηγές.