Την ώρα που η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί σταθερότητα, επενδύσεις και ορθολογική κατανομή του κόστους, ένα διαχρονικό αλλά ελλιπώς διαχειριζόμενο ζήτημα αναδεικνύεται σε καίριο παράγοντα αστάθειας: οι απώλειες ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο διανομής. Όχι πλέον ως τεχνική ιδιαιτερότητα, αλλά ως συστημική πρόκληση με σημαντικό κόστος για την αγορά και εντέλει, τον καταναλωτή.
Απώλειες Δικτύου: Το πρόβλημα επιμένει και επιδεινώνεται
Οι απώλειες ενέργειας στο δίκτυο διανομής δεν είναι νέο φαινόμενο – όμως η σημερινή τους έκταση προκαλεί έντονο προβληματισμό. Από 5,9% το 2013, ανήλθαν στο 11,4% το 2023, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. με τις μεγαλύτερες απώλειες.
Η πρόσφατη εφαρμογή νέων συντελεστών απωλειών από 1η Μαΐου 2025 δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Αντίθετα, επιβεβαιώνει την ανοδική τάση και ενισχύει την ανάγκη για αναθεώρηση του ρυθμιστικού πλαισίου κινήτρων και ελέγχου.
Οι αιτίες είναι σύνθετες και δεν περιορίζονται σε φαινόμενα παραβατικότητας, όπως οι ρευματοκλοπές, ιδίως όταν στη Μέση Τάση λειτουργεί ήδη εκτεταμένη τηλεμέτρηση. Πρόκειται για πρόβλημα με πολλαπλές θεσμικές, τεχνικές και λειτουργικές αιτίες, που μετακυλίεται οικονομικά στους τελικούς καταναλωτές.
Η απόκλιση από την Ευρώπη πληρώνεται ακριβά
Με ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 5,5%, η διαφορά των ελληνικών απωλειών δεν είναι απλώς μια τεχνική απόκλιση. Αντιστοιχεί σε σημαντική και μη ανακτήσιμη επιβάρυνση, την οποία οι προμηθευτές αδυνατούν να απορροφήσουν εξολοκλήρου με αποτέλεσμα, ένα όλο και αυξανόμενο ποσοστό να αναγκάζονται να το ενσωματώσουν στα τιμολόγια.
Ενδεικτικό της έκτασης είναι το παράδειγμα των Οριστικών Εκκαθαρίσεων της Αγοράς Εξισορρόπησης για το Α’ εξάμηνο 2022. Τότε, το συνολικό κόστος λόγω απωλειών έφτασε τα 743 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 164 εκατ. αφορούσαν την αποκαλούμενη «Ενέργεια Κανονικοποίησης». Την ποσότητα, δηλαδή, ενέργειας που δεν καταγράφηκε μετρητικά αλλά προστέθηκε εκ των υστέρων για να εξισορροπηθεί λογιστικά το σύστημα. Αυτή η ex post επιβάρυνση, που κατανέμεται στους προμηθευτές, δημιουργεί κλίμα έντονης αβεβαιότητας και πλήττει τη σταθερότητα και τη δυνατότητα προβλέψεων στην αγορά.
Μηχανισμός κινήτρων χωρίς επαρκές αποτέλεσμα
Σύμφωνα με το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο, το κόστος των απωλειών – συμπεριλαμβανομένων των υπερβάσεων – δεν καλύπτεται από το ρυθμιζόμενο έσοδο του Διαχειριστή, αλλά επιβαρύνει τις ανταγωνιστικές χρεώσεις. Πρόκειται για επιλογή που αποκλίνει από την ευρωπαϊκή πρακτική, όπου το σχετικό κόστος ενσωματώνεται στο Επιτρεπόμενο Έσοδο, ενισχύοντας τη θεσμική ευθύνη του Διαχειριστή και τα κίνητρα για τον περιορισμό των απωλειών.
Παράλληλα, το ισχύον πλαίσιο στερείται επαρκούς μηχανισμού που να συνδέει ουσιαστικά το έσοδο που εισπράττει ο Διαχειριστής με την αποδοτικότητα του ως προς το επίπεδο των απωλειών, ενώ απουσιάζει και κάποιο ανώτατο αποδεκτό όριο βασισμένο σε διεθνή συγκριτικά πρότυπα. Το αποτέλεσμα; Ένα αυξανόμενο κόστος που μετακυλίεται στους προμηθευτές και καταλήγει εν μέρει τουλάχιστον στους καταναλωτές, χωρίς ενεργά αντικίνητρα που να αποτρέπουν τη διαιώνισή του.
Μεγάλη επένδυση, περιορισμένο όφελος;
Η στρατηγική του Διαχειριστή περιλαμβάνει την αντικατάσταση 7,3 εκατ. μετρητών με έξυπνους μετρητές έως το 2030, με συνολικό προϋπολογισμό 1,2 δισ. ευρώ. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΕΔΔΗΕ, η αναμενόμενη επίπτωση των έξυπνων μετρητών στο ύψος των απωλειών εκτιμάται στο 20%, δηλαδή μόλις δύο ποσοστιαίες μονάδες μείωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη αξιόπιστων εργαλείων αξιολόγησης της αποδοτικότητας. Η συγκεκριμένη επένδυση, λόγω όγκου και σημασίας, πρέπει να συνοδευτεί από μετρήσιμο, ουσιαστικό αποτέλεσμα και όχι να περιοριστεί σε θεωρητική ωφέλεια.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι για το 2025, το εγκεκριμένο Απαιτούμενο Έσοδο του ΔΕΔΔΗΕ αυξάνεται κατά 26%, γεγονός που ενισχύει ακόμη περισσότερο την ανάγκη για σαφείς δείκτες απόδοσης, συνδεδεμένους με λειτουργικά αποτελέσματα.
Ώρα για θεσμική αποτίμηση και αναπροσαρμογή
Οι απώλειες ρεύματος δεν είναι ούτε τεχνική λεπτομέρεια ούτε σύμπτωμα ατομικής συμπεριφοράς. Είναι δομικό πρόβλημα που πλήττει τη λειτουργικότητα του συστήματος, τη σταθερότητα της αγοράς και το σημαντικότερο: επιβαρύνει τους καταναλωτές.
Η ενεργειακή μετάβαση προϋποθέτει επενδύσεις με αντίκρισμα, μηχανισμούς που ανταμείβουν την αποδοτικότητα και ρυθμιστικά εργαλεία που διασφαλίζουν διαφάνεια και αποτελεσματικό έλεγχο. Η απουσία σαφών στόχων, αντικειμενικών benchmarks και θεσμικών αντικινήτρων επιτρέπει τη συντήρηση ενός μηχανισμού υψηλού κόστους χωρίς ουσιαστική ανάληψη ευθύνης.
Η σημερινή συγκυρία επιβάλλει μια ολοκληρωμένη επαναξιολόγηση του πλαισίου για τις απώλειες ρεύματος, όχι μόνο για λόγους οικονομικής αποδοτικότητας, αλλά για να εξασφαλιστεί η κοινωνική δικαιοσύνη και η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ενεργειακής αγοράς.