Το δρόμο για τη μονοπώληση της ευρωπαϊκής αγοράς από το αμερικανικό LNG, με ό,τι κινδύνους ενέχει αυτό για τις τιμές, ανοίγει η συμφωνία ΗΠΑ – ΕΕ για τους δασμούς σε μια συγκυρία όπου το ζητούμενο για τη Κομισιόν είναι να μειωθεί το ενεργειακό κόστος στην Ευρώπη.
Το αντάλλαγμα για να διατηρηθούν στο 15% οι δασμοί στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα (με 50% ωστόσο σε χάλυβα και αλουμίνιο), συμπεριλαμβάνειτην δέσμευση των Βρυξελλώννα πλημμυρίσει την επόμενη 3ετία η ευρωπαϊκή αγορά από αμερικανικές ενεργειακές εισαγωγές, αξίας τριπλάσιας από τις σημερινές.
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η συμφωνία της Ευρώπης γιαετήσιες αγορές 250 δισ. δολαρίων φυσικού αερίου, πετρελαίου και πυρηνικής τεχνολογίας από τις ΗΠΑ (750 δισ στη τριετία), είναι αδύνατο να εφαρμοστεί, όπως σχολιάζει το Bloomberg, αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών. Οχι μόνο επειδή η ζήτηση στην ΕΕ δεν μπορεί να αυξηθεί τόσο πολύ, όσο και επειδή ούτε οι ίδιοι οι Αμερικανοί εξαγωγείς μπορούν να προμηθεύσουν τόση πολλή ενέργεια. Το 2024, μια από τις χρονιές ρεκόρ για τις εισαγωγές αμερικανικής ενέργειας στην Ευρώπη, αυτές έφτασαν κοντά στα 80 δισεκατομμύρια δολάρια, πολύ χαμηλότερα από τη προχθεσινή δέσμευση της φον ντερ Λάιεν στον Τραμπ. Οι δε, συνολικές εξαγωγές ενέργειας των ΗΠΑ προς κάθε κατεύθυνση ξεπέρασαν ελαφρώς τα 330 δισ. δολάρια.
Ούτε είναι μόνο το γεγονός ότι η ΕΕ δεν έχει παράσχει στοιχεία γιατο breakdown της συμφωνίας(ανάλυση ανά τεχνολογία) και κυρίως δεν έχει εξηγήσει με ποιο τρόπο θα υποχρεώσει τις ευρωπαϊκές εταιρείες να αγοράζουν ή να πωλούν αμερικανικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, παρακάμπτοντας τους υπόλοιπους προμηθευτές με τους οποίους συνεργάζονται.
Το βασικό ερώτημα για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά, τη βιομηχανία και τις κυβερνήσεις είναι το τι θα σημαίνει σε επίπεδο τιμώνη ενεργειακή υπερεξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ,προς την οποία «στρώνει» το έδαφος η συμφωνία, ακριβώς όπως συνέβαινε με τη Ρωσία μέχρι πριν την εισβολή στην Ουκρανία.
Ακόμη και αν η «παραπλανητική», όπως τη χαρακτηρίζει το Reuters, δέσμευση των Βρυξελλών απέναντι στην Ουάσινγκτον καταπέσει στη πράξη και συμφωνηθούν τελικά χαμηλότερα νούμερα, η υποχρέωση και μόνο μιας ολόκληρης ηπείρου να αγοράζει συγκεκριμένη ποσότητα από έναν και μόνο προμηθευτή, σημαίνει ότιη αγορά παύει να λειτουργεί.Αν οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν αγοράσουν τις όποιες συμφωνημένες ποσότητες θα υπάρχουν προφανώς κάποιες συνέπειες, που θα γίνουν γνωστές τις επόμενες μέρες.
Δημιουργείται δηλαδήμια seller’smarket, (αγορά πωλητή), όπου το πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις το έχει ο πωλητής, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητά του να επηρεάζει τις τιμές και να διαμορφώνει εκείνος το ενεργειακό κόστος της Ευρώπης, που είναι 2-3 φορές υψηλότερο απ΄ότι στις ΗΠΑ ή την Κίνα, όπως γράφει η Έκθεση Ντράγκι.
Στην πραγματικότητα, αυτό που φαίνεται να ζύγισε η ευρωπαϊκή ηγεσία στη Σκωτία είναι ότι η «ταρίφα» του 15% στους δασμούς για τα περισσότερα προϊόντα της ΕΕ αξίζει τη μετατροπή των ΗΠΑ σε προνομιακό ενεργειακό της προμηθευτή, μαζί με τις αγορές δισεκατομμυρίων σε οπλικά συστήματα και τα 600 δισ. ευρωπαικών επενδύσεων στις ΗΠΑ.
Το κόστος της «MadeinUSA» ενεργειακής ασφάλειας
Το ερώτημα ωστόσο το οποίο μέχρι και χθες παρέμενε αναπάντητο είναι τι κόστος έχει αυτή η «Made in USA» ενεργειακή ασφάλεια ύψους 750 δισ. δολαρίων της ΕΕ σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα των τιμών του αερίου και του πετρελαίου.
Στο ελληνικό εικονικό σημείο συναλλαγών (Virtual Trading Point), το αμερικανικό αέριο πωλείται σήμερα, όπως εξηγούν πηγές της αγοράς σε τιμή TTF+1 €/ΜWh, έναντι τιμής TTF -3 €/ MWh του ρωσικού.
Στη πραγματικότητα, τόσο οι Ρώσοι (όταν δεν κάνουν dumping) όσο και οι Νορβηγοί που πέρυσι κάλυψαν πάνω από το 33% των ευρωπαϊκών αναγκών, πωλούν επίσης σε τιμές αγοράς. Το αμερικανικό ωστόσο καύσιμο έχει επιπλέον κόστη αεριοποίησης και μεταφοράς και μαζί με τα περιθώρια κέρδους των traders φτάνει στις ευρωπαϊκές αγορές ακριβότερο από το ρωσικό, εικόνα που θα μπορούσε να επιδεινωθεί στο σενάριο που τα τερματικά της ηπείρου κατακλυστούν από πολλαπλάσιους όγκους αμερικανικού LNG, με υποχρέωση των ευρωπαίων αγοραστών να τους απορροφούν.
Το θέμα καίει ιδιαίτερα χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου τα τελευταία στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, δείχνουν ότι στο εξάμηνο του 2025, το μερίδιο του ρωσικού αερίου κάλυψε το 43,7% των συνολικών εισαγωγών.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα καλείται μέσα στα επόμενα δυόμισι χρόνια (έως τα τέλη του 2027) όχι μόνο να κάνει σταδιακά μιαμεγάλης κλίμακας μετάβαση και να αντικαταστήσει με φυσικό αέριο άλλης πηγής προέλευσης το 40% και πλέον της συνολικής της κατανάλωσης, αλλά και διατρέχει το κίνδυνο να βρεθεί αντιμέτωπη με υψηλότερες τιμές, ανησυχία που έχει εκφράσει και ο υπουργός Περιβάλλοντος και ΕνέργειαςΣταύρος Παπασταύρου.
Τα ερωτήματα για το πετρέλαιο και τα πυρηνικά
Στο σύνολο τους οι αναλύσεις των ξένων μέσων για τη συμφωνία Τραμπ- φον ντερ Λάινεν μιλούν περισσότερο γιαένα πολιτικό deal, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την βιωσιμότητα του σχεδίου και τους αριθμούς, τους οποίους πάντως χθες ο Επίτροπος ΕμπορίουΜάρος Σέφκοβιτς χαρακτήρισε «εφικτούς». «Το νούμερο για τις εισαγωγές ενέργειας είναι ανέφικτο και άρα άνευ ουσίας, καθώς ούτε η ζήτηση της ΕΕ μπορεί να αυξηθεί τόσο πολύ, ούτε και οι Αμερικανοί εξαγωγείς μπορούν να προμηθεύσουν τέτοιες ποσότητες», δήλωσε από τη πλευρά του στο Bloomberg ο DavideOneglia, οικονομολόγος στην TSLombard.
Στα σχόλια τους οι αναλυτές στέκονται σε δύο ακόμη θολά σημεία της συμφωνίας. Το πρώτο αφοράτις ροές πετρελαίου από τον Κόλπο των ΗΠΑ προς την Ε.Ε., οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν φτάσει σε περισσότερα από 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, περίπου το ήμισυ του συνολικού όγκου εξαγωγών αμερικανικού αργού. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, περαιτέρω αύξηση των αγορών θα μπορούσε να αποδειχθεί προβληματική για τα διυλιστήρια της περιοχής, τα οποία χρειάζονται ένα μείγμα προμηθειών για να παράγουν βενζίνη και ντίζελ.
Το δεύτερο σημείο αφοράτην αγορά αμερικανικού εξοπλισμού πυρηνικής ενέργειας,δηλαδή συμφωνίες γύρω από τους μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες (SMRs), οι οποίοι δεν αναμένεται να είναι εμπορικά βιώσιμοι πριν από το 2030. Επίσης, η ενθάρρυνση τέτοιων επενδύσεων δεν συνάδει με την προσπάθεια προώθησης της ευρωπαϊκής πυρηνικής βιομηχανίας.
«Ακόμα κι αν αυτή η συμφωνία οδηγήσει σε περισσότερες δαπάνες της ΕΕ προς αμερικανικά έργα LNG,οι καινούργιες ροές δύσκολα θα υλοποιηθούν πριν από το τέλος της θητείας Τραμπ», σχολίασε στο Bloomberg η Florence Schmit, υπεύθυνη στρατηγικής ενέργειας της Rabobank.
Στη πράξη αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η κυβέρνηση Τραμπ νοιάζεται να κλείσει συμφωνίες με ευρωπαίους αγοραστές για προμήθεια από νέα αμερικανικά έργα LNG, προκειμένου αυτά, έχοντας διασφαλισμένη πελατεία, να εξασφαλίσουν ευκολότερα χρηματοδότηση, εκτιμά ο Χαν Γουέι, αναλυτής στο BloombergNEF.