Σημαντικά συμπεράσματα για το μέλλον της αγοράς ηλεκτρισμού, τις θετικές προοπτικές της πράσινης ενέργειας αλλά και την ανάγκη δημιουργίας συνθηκών ανταγωνισμού χωρίς εμπόδια και στρεβλώσεις, προκύπτουν από τις δύο επισκέψεις στην Ελλάδα υψηλόβαθμων ενεργειακών αξιωματούχων της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, το τελευταίο 15νθήμερο.
Συγκεκριμένα τις τελευταίες ημέρες έχουν επισκεφθεί και ενημερωθεί για τα ελληνικά ενεργειακά τεκταινόμενα αρχικά ο Γενικός Διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας ΙΕΑ Φατίχ Μπιρόλ και στη συνέχεια ο αντιπρόεδρος της ΕΕ αρμόδιος για την Ενεργειακή Ένωση Μάρος Σέφτσοβιτς.
Κοινή συνισταμένη των δηλώσεων των δύο αξιωματούχων είναι η διαπίστωση ότι η ελληνική αγορά έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου. Επιπλέον ΕΕ και ΙΕΑ επισημαίνουν ότι θα πρέπει συνεχιστεί η μεταρρυθμιστική προσπάθεια στην κατεύθυνση της δημιουργίας συνθηκών υγιούς και ανεμπόδιστου ανταγωνισμού.
Ενδεικτική ήταν η αναφορά του αντιπροέδρου της ΕΕ, ότι για να επωφεληθεί η Ελλάδα από τη δυναμική και τις δυνατότητες της ενέργειας “μεγάλη σημασία έχει η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων του τομέα”.
Πιο αναλυτικός σε αυτήν την κατεύθυνση ήταν ο γενικός διευθυντής του ΙΕΑ, που μελέτησε σε βάθος τη λειτουργία της ελληνικής αγοράς και ο οποίος μιλώντας στο Capital.gr υπογράμμισε ότι το σχήμα ενίσχυσης των ΑΠΕ πρέπει να έχει μεγαλύτερη αλληεπίδραση με τις αγορές ώστε να μειωθεί το βάρος που επωμίζονται οι καταναλωτές.
Το ελληνικό “πρόβλημα”
Το βασικό πρόβλημα που διαχρονικά έχει εντοπιστεί στην ελληνική αγορά ηλεκτρισμού είναι ότι υπάρχουν εμπόδια και στρεβλώσεις που δεν επιτρέπουν την σαφή αποτύπωση του κόστους ενέργειας, με τη λανθασμένη εντύπωση ότι με αυτόν τον τρόπο ευνοείται ο κυρίαρχος παίκτης, η ΔΕΗ. Δηλαδή κρύβουν κάτω από το χαλί την πραγματική εικόνα της αγοράς, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να εισέλθουν νέοι παίκτες και να λειτουργήσει απρόσκοπτα ο ανταγωνισμός.
Για παράδειγμα, επί πολλά χρόνια με πολιτικές παρεμβάσεις, δεν γινόταν η προσαρμογή του τέλους ΕΤΜΕΑΡ, με αποτέλεσμα να διογκωθεί το έλλειμμα και να χρειαστεί η λήψη έκτακτων μέτρων, προκειμένου να μην καταρρεύσει η αγορά της πράσινης ενέργειας.
Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ωστόσο, αποφασίστηκε να καλυφθεί το έλλειμμα, χωρίς αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ. Στο πλαίσιο αυτό εισήχθη το 2016 η λεγόμενη χρέωση προμηθευτή (ΠΧΕΦΕΛ), με τους νομοθέτες να προβλέπουν να διερευνηθεί κατά την εφαρμογή του μέτρου εάν η χρέωση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση του ΕΤΜΕΑΡ.
Ως νομιμοποιητική βάση για την χρέωση προμηθευτή, προβάλλεται το ότι οι προμηθευτές ενέργειας απολαμβάνουν οφέλη από τη μείωση της χονδρεμπορικής τιμής του ρεύματος εξαιτίας της συνεισφοράς ΑΠΕ. Πρόκειται για μια χρέωση πάντως που δεν υπάρχει ούτε υπολογίζεται σε άλλη μεγάλη αγορά της ΕΕ, με δεδομένο ότι πχ στη Γερμανία, η λειτουργία των ΑΠΕ αποτυπώνεται ανεμπόδιστα στη διακύμανση των τιμών της αγοράς.
Ωστόσο απαραίτητη προϋπόθεση για να μη προκληθεί στρέβλωση στη λειτουργία της αγοράς, είναι η συγκεκριμένη χρέωση να ενσωματώνεται στα κόστη και να μετακυλύεται στα τιμολόγια των προμηθευτών και πρωτίστως στα τιμολόγια του κυρίαρχου προμηθευτή, δηλαδή της ΔΕΗ. Και ταυτόχρονα απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει ανταγωνιστική λειτουργία της χονδρεμπορικής αγοράς και διάφανη διαμόρφωση της χονδρεμπορικής τιμής (ΟΤΣ).
Αντίθετα, εάν ο παίκτης που έχει μερίδιο της τάξης του 85% και ελέγχει μονοπωλιακά το φθηνό μείγμα ηλεκτροπαραγωγής (λιγνίτες, νερά) επιλέγει να απορροφήσει το συγκεκριμένο κόστος, τότε αποκτά πλεονέκτημα και νοθεύει τον ανταγωνισμό έναντι των άλλων προμηθευτών αλλά και των παραγωγών.
Ανταγωνισμός μετ’ εμποδίων
Και αυτό ακριβώς είναι που συνέβη και στην περίπτωση της ελληνικής αγοράς: η χρέωση που για το 2017 ανέρχεται σε 385 εκατ. ευρώ (το 85% του ποσού αφορά τη ΔΕΗ) δεν έχει περάσει στα τιμολόγια.
Η εξέλιξη αυτή εξηγεί δύο σοβαρές καθυστερήσεις – προβλήματα στη διαδικασία απελευθέρωσης του ρεύματος:
Πρώτον, το μερίδιο της ΔΕΗ δεν έχει μειωθεί ικανοποιητικά και δεν έχουν εκπληρωθεί οι στόχοι που προβλέπονταν στη συμφωνία με τους δανειστές, εξέλιξη που επιδεινώνει δραματικά το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές για το μέλλον της ΔΕΗ και της αγοράς ηλεκτρισμού
Δεύτερον, ακόμη και οι προμηθευτές που έχουν αποσπάσει μερίδια αγοράς από τη ΔΕΗ, αναγκάζονται να λειτουργούν με οριακά περιθώρια και σε ορισμένες κατηγορίες να επιδοτούν τα τιμολόγιά τους. Ως αποτέλεσμα, οι παίκτες διστάζουν να κάνουν μεγαλύτερα ανοίγματα και να επιδιώξουν να ενισχύσουν τα μερίδιά τους, κάτι που φαίνεται και στη σημερινή εικόνα της αγοράς όπου κανείς ιδιώτης προμηθευτής δεν ελέγχει περισσότερο από 4% της αγοράς.
Δηλαδή το γεγονός ότι η ΔΕΗ επέλεξε ή της επιβλήθηκε πολιτικά να μην αποτυπώσει στα τιμολόγιά της τα πραγματικά κόστη δημιουργεί μια νέα στρέβλωση και λειτουργεί αποθαρρυντικά για τους σοβαρούς παίκτες που θέλουν να επενδύσουν στον κλάδο.
Τι ισχύει στη Γερμανία;
Σε αγορές που λειτουργεί η αγορά και υπάρχει ξεκάθαρος διαχωρισμός των πληρωμών, καταγράφεται δομική και διατηρήσιμη μείωση του κόστους των ΑΠΕ, όπως αυτό πληρώνεται μέσω του αντίστοιχου ΕΤΜΕΑΡ. Χαρακτηριστικά στη Γερμανία, όπως προκύπτει και από τις επίσημες τοποθετήσεις του Γερμανικού Συνδέσμου ΑΠΕ, το ΕΤΜΕΑΡ θα εμφανίσει το 2018 πτωτική τάση εξαιτίας της αύξησης της τιμής στη χονδρεμπορική αγορά. Δηλαδή έχουμε μια αγορά που αντικατοπτρίζει το πραγματικό κόστος, αφού λειτουργούν οι νόμοι της αγοράς, χωρίς να κρύβονται κόστη “κάτω από το χαλί”.
Το δίλημμα για την ελληνική αγορά
Στο τέλος του έτους ο ειδικός λογαριασμός ΑΠΕ από τον οποίο πληρώνονται οι παραγωγοί ΑΠΕ, θα καταστεί πλεονασματικός, οπότε δημιουργούνται νέα δεδομένα και θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για τα επόμενα βήματα. Με ισοσκελισμένο τον ειδικό λογαριασμό ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ, η κυβέρνηση θα κληθεί να αποφασίσει τι θα κάνει με τη χρέωση προμηθευτή και το τέλος ΕΤΜΕΑΡ. Με τις αποφάσεις που θα ληφθούν θα πρέπει να διασφαλιστεί η ορθολογική λειτουργία της αγοράς, να δημιουργηθούν συνθήκες ανεμπόδιστου ανταγωνισμού, να συνεχιστεί η ανάπτυξη των ΑΠΕ με ανταγωνιστικούς όρους και να αποφευχθεί πάση θυσία η δημιουργία νέων ελλειμμάτων στο λειτουργό της αγοράς ΛΑΓΗΕ.
Υπό το πρίσμα αυτό, η πρώτη λύση μπορεί να είναι η συνέχιση της χρέωσης προμηθευτή, που σημαίνει ότι και για το 2018 οι προμηθευτές θα πρέπει να καλύψουν ένα κόστος της τάξης των 375 εκατ. ευρώ. Εάν επιλεγεί αυτή η λύση τότε το πιθανότερο σενάριο είναι η αγορά προμήθειας ρεύματος να συνεχίσει τα υποτονικά βήματα και να μην πιαστούν οι στόχοι για μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ. Ταυτόχρονα όμως και για την ίδια τη ΔΕΗ θα υπάρξει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, εάν δεν αποφασίσει να μετακυλήσει τα κόστη, δηλαδή εάν δεν αποφασίσει αυξήσεις στα τιμολόγια.
Η δεύτερη λύση είναι να καταργηθεί η χρέωση προμηθευτή και να υπάρξει προσαρμογή του ΕΤΜΕΑΡ, ακριβώς στα επίπεδα που χρειάζεται ο ειδικός λογαριασμός για να καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες πληρωμών για τις ΑΠΕ. Με τη δεύτερη λύση σύμφωνα με τα τρέχοντα δεδομένα θα απαιτηθεί μια αύξηση της μοναδιαίας χρέωσης του ΕΤΜΕΑΡ από τα 0,025 στα 0,029 ευρώ η κιλοβατώρα, δηλαδή περίπου 1,3 ευρώ το μήνα για ένα μέσο νοικοκυριό.
Αυτή η μικρή αύξηση ωστόσο θα δημιουργήσει συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού στο κομμάτι της προμήθειας ρεύματος, με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία και τον καταναλωτή. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, σε συνθήκες πραγματικού ανταγωνισμού (με άρση όλων των στρεβλώσεων και εμποδίων για τους ιδιώτες προμηθευτές), το κόστος ρεύματος μπορεί να μειωθεί κατά 40% σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα. Κατά πληροφορίες, στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα αναμένεται να ανακοινωθούν και οι αποφάσεις της κυβέρνησης για το τεχνικό μεν, απολύτως ουσιώδες για το μέλλον της αγοράς ηλεκτρισμού, αυτό ζήτημα.