Ανάλυση του Green Tank και των Facets εξετάζει 8 σενάρια για τον τομέα των οικιακών κτιρίων και 2 σενάρια για τον τομέα των οδικών μεταφορών και καταλήγει στους πιο αποδοτικούς συνδυασμούς μέτρων που θα μειώσουν τόσο το ανθρακικό αποτύπωμα όσο και το ενεργειακό κόστος των νοικοκυριών έως το 2030.
Η υλοποίηση αυτών των μέτρων μπορεί να εξασφαλίσει έως και €1.6 δις ετήσιο οικονομικό όφελος το 2030, μειώνοντας παράλληλα τις εκπομπές των δύο τομέων έως και κατά 7.1 εκατ. τόνους CO₂ το ίδιο έτος.
Η ενεργειακή κρίση ανέδειξε την ανάγκη για επιτάχυνση της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, όχι μόνο για κλιματικούς λόγους, αλλά και για αμιγώς οικονομικούς. Εκτός από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καθοριστικοί για τα οικονομικά των νοικοκυριών είναι οι τομείς των κτιρίων και των οδικών μεταφορών. Καθώς μάλιστα από το 2027, η χρήση ορυκτών καυσίμων στους δύο αυτούς τομείς θα επιβαρύνεται με επιπλέον κόστος λόγω της λειτουργίας του νέου ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ-2), η ανάγκη για προληπτικά μέτρα θωράκισης των νοικοκυριών γίνεται επιτακτική.
Για τους λόγους αυτούς το Green Tank και η εταιρεία συμβούλων Facets πραγματοποίησαν υπολογιστική ανάλυση με στόχο να προσδιοριστεί το βέλτιστο μίγμα μέτρων και πολιτικών που θα ελαχιστοποιήσουν τόσο το ανθρακικό αποτύπωμα όσο και το ενεργειακό κόστος των νοικοκυριών. Στην ανάλυση με τίτλο «Στρατηγικές για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος και την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας στα ελληνικά νοικοκυριά» εξετάστηκαν οκτώ (8) σενάρια για τον τομέα των κτιρίων και δύο (2) για αυτόν των οδικών μεταφορών. Για καθένα από τα σενάρια αυτά, εκτιμήθηκε η επιτυγχανόμενη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος την περίοδο 2023-2030, το ύψος των απαιτούμενων επενδύσεων, αλλά και η οικονομική αποδοτικότητα τους.
Η τελευταία αποτιμήθηκε με βάση το λεγόμενο «ετησιοποιημένο κόστος», το οποίο εκτός από το αρχικό ύψος των επενδύσεων λαμβάνει υπόψη και τα οικονομικά οφέλη που θα αποκομίσουν τα νοικοκυριά από αυτές τις επενδύσεις, σε όλη τη διάρκεια ζωής τους.
Για τον τομέα των κτιρίων τα βασικότερα ευρήματα της ανάλυσης συνοψίζονται ως εξής:
-
Τα δύο πιο οικονομικά αποδοτικά σενάρια συνδυάζουν συμπεριφορικές αλλαγές και άλλα μέτρα χαμηλού κόστους (ηλιακοί θερμοσίφωνες, αποδοτικός φωτισμός, μονώσεις σε μονά τζάμια κ.ά.), με εγκατάσταση αντλιών θερμότητας, φωτοβολταϊκών για κάλυψη ιδίων αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια και ήπιες (σενάριο S2-PV) ή ριζικές (σενάριο S3-PV) ενεργειακές αναβαθμίσεις. Τα σενάρια αυτά έχουν καθαρό όφελος για τα νοικοκυριά, εμφανίζουν δηλαδή αρνητικές τιμές ετησιοποιημένου κόστους μεταξύ -€6 εκατ. και -€561 εκατ. το 2030, και μάλιστα για ένα μεγάλο εύρος τιμών παραμέτρων όπως το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας και ο συντελεστής προεξόφλησης, οι οποίες εξετάστηκαν στην ανάλυση ευαισθησίας που πραγματοποιήθηκε.
-
Οι μειώσεις των ενεργειακών δαπανών από την υλοποίηση του σεναρίου που βασίζεται στις ήπιες ενεργειακές αναβαθμίσεις (S2-PV) θα ανέλθει σε €890 ανά έτος και για κάθε νοικοκυριό το 2030, ενώ για το σενάριο που βασίζεται στις ριζικές αναβαθμίσεις στα €1370.
-
Το συνολικό κόστος επενδύσεων έως και το 2030 για το σενάριο που περιλαμβάνει ήπιες ενεργειακές αναβαθμίσεις για 100,000 κατοικίες ανά έτος (S2-PV) είναι €22.7 δις ενώ για το σενάριο στο οποίο αντιστοιχούν ριζικές ενεργειακές αναβαθμίσεις ετησίως για 80,000 κατοικίες (S3-PV) ανέρχεται στα 6 δις. Και οι δύο αυτές τιμές είναι στην ίδια τάξη μεγέθους με τις αντίστοιχες του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) που ανέρχονται σε €29.2 δις για την ίδια περίοδο (€6.3 δις για αναβαθμίσεις και €22.9 δις αγορά συσκευών). Σημειώνεται ωστόσο ότι μια ακριβής, αναλυτική σύγκριση με το ΕΣΕΚ δεν είναι εφικτή, καθώς δεν είναι γνωστά ούτε τα ακριβή μέτρα, ούτε οι παραδοχές που έγιναν προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι σχετικοί υπολογισμοί του ΕΣΕΚ.
-
Τα δύο σενάρια θα περιορίσουν το ανθρακικό αποτύπωμα του οικιακού κτιριακού αποθέματος κατά6 εκατ. τόνους CO2eq (S2-PV) και 5.72 εκατ. τόνους CO2eq (S3-PV) το 2030, 57% και 58% λιγότερο, σε σχέση με τις εκπομπές του 2022, αντίστοιχα.
Για τον τομέα των οδικών μεταφορών:
-
Το βασικό σενάριο (Τ1) που είναι παραπλήσιο με αυτό του ΕΣΕΚ και στοχεύει σε μερίδιο 18.5% ηλεκτρικών αυτοκινήτων στο σύνολο των επιβατικών το 2030, επιτυγχάνει μείωση εκπομπών κατά 30% σε σχέση με το 2022 (630 Kt CO2eq) με σημαντικό συνολικό κόστος επένδυσης€22.9 δις για ολόκληρη την περίοδο 2023-2030.
-
Η εφαρμογή μέτρων όπως είναιη μείωση των ορίων ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους, η ήπια κινητικότητα, ο συνεπιβατισμός και η τηλεργασία, στα οποία δεν δίνεται έμφαση στο ΕΣΕΚ, αυξάνουν τις επενδύσεις μόνο κατά €28 εκατ. ευρώ για την ίδια περίοδο σε σχέση με το βασικό σενάριο της ηλεκτροκίνησης, αλλά οδηγούν σε πολύ σημαντικές επιπλέον ετήσιες μειώσεις τόσο στο ανθρακικό αποτύπωμα (812-822 Kt CO2eq) όσο και στο ενεργειακό κόστος των νοικοκυριών (€514-710 εκατ.). Η ταυτόχρονη εφαρμογή αυτών των μέτρων μαζί με αυτά για την ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης (σενάριο T2) θα περιορίσει τις αντίστοιχες ετήσιες δαπάνες για τα νοικοκυριά κατά 810 εκατ. ευρώ με 070 δισ. ευρώ και τις ετήσιες εκπομπές CO2 έως και 1.44 εκατ. τόνους CO2eq το 2030.