Η στρατηγική θέση της Ελλάδας την καθιστά ιδανική δίοδο για τη μεταφορά φυσικού αερίου και πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας στην υπόλοιπη Νότια Ευρώπη, αναφέρει η Alpha Bank σε μελέτη στο νέο τεύχος του δελτίου Insights που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα. Προϋπόθεση είναι να υλοποιηθεί εγκαίρως ένα ευρύ φάσμα στρατηγικών επενδύσεων, υπογραμμίζει.
Παράλληλα, η αφθονία φυσικών και ανανεώσιμων πόρων της Ελλάδας έχει αυξήσει το συγκριτικό της πλεονέκτημα, καθιστώντας την σημαντική ενεργειακή πύλη για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Καθώς ο πράσινος μετασχηματισμός επιταχύνεται, ο ρόλος της χώρας ως ενεργειακός κόμβος δύναται να είναι καθοριστικός.
Αναλυτικά, στο τελευταίο τεύχος του δελτίου με τίτλο “Experiencing Energy Shocks in Greece: Inflation, Public Finances and Investment Dynamics” αναλύονται οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στα εξής αλληλένδετα πεδία: τις πληθωριστικές πιέσεις, τα δημόσια οικονομικά με έμφαση στο δημόσιο χρέος και το εμπορικό έλλειμμα, καθώς και την προσέλκυση επενδύσεων, επαληθεύοντας μεν την ιστορική αρνητική συσχέτισή της με τις τιμές του πετρελαίου, αλλά παράλληλα εντοπίζοντας εκείνους τους παράγοντες οι οποίοι στήριξαν τη δυναμική των επενδύσεων, στη συγκεκριμένη συγκυρία. Ειδικότερα: 
Εισαγωγή
Κάθε ενεργειακή διαταραχή έχει κάποια ιδιαίτερα-μοναδικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, όλες έχουν κάποια κοινά στοιχεία. Ορισμένα «ενεργειακά επεισόδια» του παρελθόντος οφείλονταν σε διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς, όπως συνέβη στην περίπτωση του εμπάργκο πετρελαίου των αραβικών χωρών το 1973, ενώ άλλα οφείλονταν στην υψηλή αβεβαιότητα για περικοπές στον εφοδιασμό πετρελαίου, όπως συνέβη μετά από την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990. Άλλες διαταραχές προκλήθηκαν από την υπερβάλλουσα ζήτηση, όπως συνέβη την περίοδο 2007-2008, οδηγώντας σε απότομη άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων ενέργειας. 
Αναμφισβήτητα, η κρίση που ξέσπασε στα μέσα του 2021 και κορυφώθηκε στις αρχές του 2022 ήταν ένα πολλαπλό ενεργειακό σοκ, αποτέλεσμα ενός συνδυασμού υπερβάλλουσας ζήτησης έναντι της προσφοράς, κατά την περίοδο της πανδημίας, και, παράλληλα, σημαντικής αύξησης της γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Το 2022, η τιμή του πετρελαίου (Brent) αυξήθηκε σημαντικά -περίπου στα 100 δολάρια το βαρέλι, κατά μέσο όρο- υπερβαίνοντας το αντίστοιχο επίπεδο, κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, αλλά παραμένοντας χαμηλότερη από την αντίστοιχη τιμή, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της Λιβύης την περίοδο 2011-2012. Το 2023, η τιμή του πετρελαίου Brent αποκλιμακώθηκε, λόγω της αύξησης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες και της μειωμένης ζήτησης εξαιτίας ανησυχιών για πιθανή οικονομική ύφεση. 

Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτού του ενεργειακού σοκ ήταν η εκτόξευση των τιμών του φυσικού αερίου, εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η οποία έθεσε σε κίνδυνο τις υποδομές μεταφοράς φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, οι τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου συνέχισαν να αυξάνονται (Γράφημα 1). Αυτό το γεωπολιτικό επεισόδιο ήταν συγκρίσιμο, σε μέγεθος, με τις πιο σημαντικές διαταραχές των τελευταίων 50 ετών αλλά και διαφορετικό από πολλές απόψεις.
Η παρούσα μελέτη αναλύει τις επιπτώσεις της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης στην Ελλάδα στα εξής αλληλένδετα πεδία: τις πληθωριστικές πιέσεις, τα δημόσια οικονομικά με έμφαση στο δημόσιο χρέος και το εμπορικό έλλειμμα, καθώς και την προσέλκυση επενδύσεων, επαληθεύοντας μεν την ιστορική αρνητική συσχέτισή της με τις τιμές του πετρελαίου, αλλά παράλληλα εντοπίζοντας εκείνους τους παράγοντες, οι οποίοι στήριξαν τη δυναμική των επενδύσεων, στη συγκεκριμένη συγκυρία.
Η ενεργειακή κρίση τροφοδότησε τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Ο υψηλός πληθωρισμός, που αρχικώς προέκυψε εξαιτίας των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες και της ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης μετά από την πανδημία, ενισχύθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το «φάντασμα του στασιμοπληθωρισμού» επέστρεψε στην ευρωπαϊκή οικονομία, ξυπνώντας μνήμες ενός οδυνηρού παρελθόντος στην Ελλάδα. Στην ενεργειακή κρίση που ξεκίνησε στα μέσα του 2021 και κορυφώθηκε στις αρχές του 2022, αυτό το «μοτίβο στασιμοπληθωρισμού» παρατηρήθηκε μόνο σε πολύ περιορισμένο αριθμό χωρών, κυρίως ευρωπαϊκών, αλλά ακόμη και εκεί ήταν λιγότερο έντονο σε σχέση με το παρελθόν (Γράφημα 2, δεξιά πλευρά). Η Γερμανία, ο μεγαλύτερος καταναλωτής ενέργειας στην Ευρώπη, λόγω της βαριάς βιομηχανίας της, ήταν μία από αυτές τις χώρες.

Προκειμένου να μειωθεί ο πληθωρισμός δίχως να «θυσιαστεί» η οικονομική δραστηριότητα, εφαρμόστηκαν, παράλληλα, δύο πολιτικές: η περιοριστική νομισματική πολιτική, με έναν πρωτοφανή ανοδικό επιτοκιακό κύκλο (Γράφημα 3) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική από την ελληνική κυβέρνηση για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Παρά το γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη μειώθηκε, η κατανάλωση διατηρήθηκε σχετικά ισχυρή και η ελληνική οικονομία παρουσίασε σημαντική αναπτυξιακή δυναμική. Επιπλέον, ο συνδυασμός ισχυρής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού, για πάνω από δύο χρόνια, είχε θετικό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα του δημόσιου χρέους συνδέεται με σταθερά και σχετικά χαμηλά επιτόκια, έχει ενισχύσει το αξιόχρεο της ελληνικής δημοκρατίας.
Μακροπρόθεσμα, η ενεργειακή κρίση αναμένεται να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην αναδιαμόρφωση του ενεργειακού χάρτη στην Ελλάδα και την Ευρώπη μέσω δύο παραγόντων: της ανάγκης για ενεργειακή ανεξαρτησία των κρατών της Ευρώπης και των επενδύσεων για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, η οποία αποτελεί σημαντικό έργο για τις επόμενες δεκαετίες. 

Οι συνθήκες, ωστόσο, που επηρεάζουν αυτά τα επαναλαμβανόμενα ιστορικά γεγονότα μπορεί να διαφέρουν. Αν συγκρίνουμε τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 με το πρόσφατο ενεργειακό σοκ, είναι προφανές ότι ο στασιμοπληθωρισμός που επικράτησε τότε δεν έχει παρατηρηθεί, πρόσφατα, στις περισσότερες χώρες. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στον παγκόσμιο συντονισμό των νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών με την Ελλάδα να επωφελείται από αυτόν τον συντονισμό. Επιπλέον, και στις δύο περιπτώσεις -στη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση και το πρόσφατο ενεργειακό σοκ- προκλήθηκαν μεγάλης κλίμακας διαταραχές στον εφοδιασμό ενέργειας μετά από πολέμους, οι οποίες οδήγησαν σε άνοδο των τιμών. 
Τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης είναι τα ακόλουθα:
Στο παρελθόν, ιδιαίτερα μετά από τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές. Αυτό οδήγησε σε δημοσιονομική αποσταθεροποίηση και υψηλό πληθωρισμό, λόγω της νομισματικής χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων. Ωστόσο, σήμερα, το ελληνικό κράτος εφαρμόζει μία πιο πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική, σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς στόχους των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα ακολουθεί συνετή δημοσιονομική πολιτική, ενώ ταυτόχρονα στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα, μετά από την πρόσφατη ενεργειακή κρίση, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα. Επίσης, η ανθεκτικότητα της οικονομίας έναντι εξωτερικών διαταραχών ενισχύθηκε από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν μεταξύ 2010 και 2018, κατά την περίοδο των προγραμμάτων προσαρμογής.  
Σήμερα, η νομισματική πολιτική ασκείται από την ΕΚΤ, σε αντίθεση με τις προηγούμενες κρίσεις που η νομισματική πολιτική ασκείτο από την Τράπεζα της Ελλάδος, γεγονός που καθιστά τη νομισματική πολιτική πιο ανεξάρτητη και αξιόπιστη. Η πρόσφατη ενεργειακή κρίση, στην Ελλάδα και παγκοσμίως, ανέδειξε τη μεγάλη σημασία του συντονισμού των νομισματικών και των δημοσιονομικών πολιτικών για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι πολιτικές αυτές ελέγχονται από ξεχωριστές αρχές, ο συγχρονισμός αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Αναμφίβολα, κατά τη διάρκεια της αυστηρής νομισματικής πολιτικής, ο συγχρονισμός μεταξύ της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής και της ελληνικής δημοσιονομικής πολιτικής είναι ο βέλτιστος τρόπος για την επίτευξη ακόμη μεγαλύτερης οικονομικής ευημερίας.  
Ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι οι εισοδηματικές πολιτικές έχουν βελτιωθεί, με την εφαρμογή καλύτερων και πιο άμεσων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων στήριξης για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (π.χ. αύξηση του κατώτατου μισθού), καθώς και για τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή των μισθών της δεκαετίας του 1980 δεν υφίσταται πλέον, καθώς θεωρήθηκε αντιπαραγωγική. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, στην Ελλάδα, οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών υπερέβαιναν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, κατά μέσο όρο, κατά τη διάρκεια μίας ύφεσης, με αποτέλεσμα τον επίμονο υψηλό πληθωρισμό. Σήμερα, όμως, παράγοντες όπως η παραγωγικότητα της εργασίας λαμβάνονται συστηματικά υπόψη

Η ΕΚΤ αξιολογεί, πλέον, πολύ προσεκτικά τα δεδομένα για την προσαρμογή των μισθολογικών αυξήσεων καθώς και την προσαρμογή από τις επιχειρήσεις  των τιμών προς τα πάνω. Τα στοιχεία της τελευταίας εικοσαετίας για την Ελλάδα δείχνουν ότι δεν έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα σπειροειδούς αύξησης μισθών και τιμών, τα οποία ορίζονται ως συνεχής επιτάχυνση τιμών και μισθών για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, η αύξηση των ονομαστικών μισθών δεν θα πρέπει πάντα να ερμηνεύεται ως ένδειξη ενός επικείμενου τέτοιου φαινομένου. Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η αύξηση των ονομαστικών μισθών μπορεί να συνεχισθεί για κάποιο χρονικό διάστημα, όσο ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται από τα υψηλά επίπεδα. Στην Ελλάδα, μετά από την περίοδο της πανδημίας και την ενεργειακή κρίση, οι μισθολογικές αυξήσεις συγκλίνουν με την πορεία του πληθωρισμού, με μία χρονική υστέρηση (Γράφημα 4). 
Ένα πρόσθετο εύρημα είναι η επίδραση των πληθωριστικών πιέσεων στα δημόσια οικονομικά και, κυρίως, στο δημόσιο χρέος. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και μετά από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η Ελλάδα εισήλθε σε μία περίοδο διολίσθησης της αξίας του εγχώριου νομίσματος και υψηλού πληθωρισμού, με αποτέλεσμα τον υπερβολικό εξωτερικό δανεισμό και το υψηλό εξωτερικό χρέος. Ο εγχώριος πληθωρισμός δεν συνέβαλε στη συμπίεση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, καθώς το χρέος εξυπηρετούνταν, κυρίως, σε ξένο νόμισμα. Στο πλαίσιο του κοινού νομίσματος, ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις είχαν ευνοϊκό αποτέλεσμα στο δημόσιο χρέος, λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και των σταθερών, χαμηλότερων επιτοκίων με τα οποία έχει συνδεθεί το δημόσιο χρέος, στην περίοδο των προγραμμάτων προσαρμογής (Γράφημα 5).   
Επιπροσθέτως, οι ενεργειακές διαταραχές έχουν ιστορικά στρεβλωτική επίδραση στην επενδυτική δραστηριότητα, στην Ελλάδα. Ωστόσο, άλλοι θετικοί παράγοντες, όπως οι άμεσες ξένες επενδύσεις και οι εισροές κεφαλαίων από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην αντιστάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων στην αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα. 

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί  ότι το ενεργειακό σοκ που ξέσπασε στα μέσα του 2021 και κορυφώθηκε το 2022, αναμένεται να αποτελέσει ιστορικό ορόσημο του 21ου αιώνα προς ένα πιο πράσινο και αξιόπιστο ενεργειακό σύστημα.
Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο του μεταβαλλόμενου ενεργειακού τοπίου στην Ευρώπη. Κατ’ αρχάς, η ελληνική ναυτιλία είναι βασικός παράγοντας στη μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Επίσης, εκτιμάται ότι, μέχρι το τέλος της δεκαετίας, το σιδηροδρομικό δίκτυο θα συνδέει τα λιμάνια της Αλεξανδρούπολης, της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας με μεγάλα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, παρακάμπτοντας τα στενά του Βοσπόρου.
Επιπλέον, ο Διαδριατικός Αγωγός Φυσικού Αερίου (TAP) παρέχει μία άλλη πηγή φυσικού αερίου για την Ευρώπη, μεταφέροντάς το από το Αζερμπαϊτζάν στην Ιταλία μέσω της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Αλβανίας. Η επέκταση του αγωγού TAP έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει την Ελλάδα σε ενεργειακό κόμβο για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, 2023), καθώς η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίσει να εξαρτάται από το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η διασύνδεση φυσικού αερίου Ελλάδας-Βουλγαρίας, η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Αιγύπτου και ο αγωγός πετρελαίου Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη είναι πλέον κρίσιμα ενεργειακά έργα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αλεξανδρούπολη έχει μετατραπεί σε  ενεργειακό κόμβο. Επίσης, η εξόρυξη φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να ενισχύσει τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο μέλλον. 
Είναι πλέον σαφές ότι οι μέθοδοι παραγωγής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη της ενεργειακής ασφάλειας. Η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έχει αναδειχθεί ως σημαντικότερη από την παραγωγή ενέργειας από φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Ο πόλεμος άλλαξε το ενεργειακό τοπίο της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί οι επενδύσεις σε σημαντικούς τομείς, όπως τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας με μπαταρίες.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα ένας μικρός καταναλωτής ενέργειας, παγκοσμίως, η στρατηγική της θέση την καθιστά ιδανική δίοδο για τη μεταφορά φυσικού αερίου και πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας στην υπόλοιπη Νότια Ευρώπη, υπό την προϋπόθεση ότι ένα ευρύ φάσμα στρατηγικών επενδύσεων θα πραγματοποιηθεί εγκαίρως.
Παράλληλα, η αφθονία φυσικών και ανανεώσιμων πόρων της Ελλάδας έχει αυξήσει το συγκριτικό της πλεονέκτημα, καθιστώντας την σημαντική ενεργειακή πύλη για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Καθώς ο πράσινος μετασχηματισμός επιταχύνεται, ο ρόλος της χώρας ως ενεργειακός κόμβος δύναται να είναι καθοριστικός.