Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στο επίκεντρο μίας ισχυρότατης οικονομικής διαταραχής που κλονίζει σε μεγάλο βαθμό την αναπτυξιακή της πορεία και θέτει εμπόδια στη σταθερότητα και τη συνοχή της. Σε αντίθεση με την κρίση χρέους που αντιμετώπισε προ δεκαετίας, αυτή τη φορά το shock είναι εξωγενές. Πρόκειται ίσως για την ισχυρότερη ενεργειακή κρίση στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωση, σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Σε ένα μεταπανδημικό περιβάλλον που χαρακτηριζόταν από παράλληλη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης και αναταραχή των εφοδιαστικών αλυσίδων, η παγκοσμίου κλίμακας γεωπολιτική σύγκρουση που ακολούθησε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επεκτάθηκε στον ενεργειακό τομέα.
Όπως αναφέρει στο εβδομαδιαίο της δελτίο για την ελληνική οικονομία η Alpha Bank, στην παρούσα φάση, λαμβάνονται πρωτοβουλίες τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να διασφαλιστεί η ενεργειακή επάρκεια των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενόψει του επερχόμενου χειμώνα.
Το μεγάλο ενεργειακό κόστος πλήττει ανεξαιρέτως όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, επιβαρύνοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση της Eurostat, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 9,1% σε ετήσια βάση, τον Αύγουστο, με τον ΕνΔΤΚ-ενέργεια να καταγράφει αύξηση κατά 38,3%, ενώ στην Ελλάδα ο εναρμονισμένος πληθωρισμός εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε σε 11,1%.
Οι ακόλουθοι παράγοντες, ωστόσο, ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μας και περιορίζουν σε κάποιο βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά:
Η ελληνική βιομηχανία δαπανά λιγότερο από το 1/5 της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ η αντίστοιχη αναλογία στην ΕΕ-27 και σε μεγάλες βιομηχανικές χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Σουηδία, ξεπερνά το 1/4.

Ο πιο ενεργοβόρος τομέας της ελληνικής οικονομίας είναι οι μεταφορές που καταναλώνουν πρωτίστως πετρέλαιο και παράγωγα πετρελαίου (95%).
Το ποσοστό κατανάλωσης φυσικού αερίου επί της συνολικής ποσότητας ενέργειας ανέρχεται σε 7,6% και είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27.
Η εξάρτηση της Ελλάδας από το ρωσικό φυσικό αέριο μειώθηκε σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2022 με το μερίδιό του επί των εισαγωγών φυσικού αερίου να έχει διαμορφωθεί περίπου σε 34% από 45% το ίδιο διάστημα πέρυσι. Παράλληλα, έχουν ενισχυθεί σημαντικά οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) (+54% σε ετήσια βάση).
Η Ελλάδα έχει επαρκείς υποδομές για χρήση του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τουλάχιστον στις τρέχουσες έκτακτες συνθήκες, προκειμένου να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες της και να μειωθεί η εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Σημειώνεται ότι ήδη, το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου, το μερίδιο του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν αυξημένο σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρυσι.
Το ύψος των μέτρων στήριξης έναντι του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους που έχει λάβει η Ελλάδα, από τον Σεπτέμβριο του 2021 μέχρι και τον Ιούλιο του 2022, είναι το υψηλότερο στην ΕΕ-27, ως ποσοστό του ΑΕΠ (3,7%), ενώ η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι επιδοτήσεις στην κατανάλωση ενέργειας για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, τον Σεπτέμβριο, θα διαμορφωθούν σε Ευρώ 1,9 δισ.
Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η βιομηχανία και τα νοικοκυριά καταναλώνουν κυρίως ηλεκτρισμό (40% και 35% επί της κατανάλωσής τους, αντίστοιχα), ενώ το φυσικό αέριο εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πρώτη ύλη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας καθιστά αναγκαία την περαιτέρω μείωση της συνεισφοράς του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της χώρας.

Οι τρέχουσες εξελίξεις στην αγορά ενέργειας
Η Ρωσία έχει ήδη διακόψει τις παραδόσεις φυσικού αερίου στην Πολωνία, τη Βουλγαρία, τη Φινλανδία, τη Δανία και την Ολλανδία, ενώ τις έχει περιορίσει σε άλλα κράτη όπως στη Γερμανία και την Ιταλία. Επιπλέον, πρόσφατα η Gazprom ανακοίνωσε την αναστολή των παραδόσεων φυσικού αερίου στον γαλλικό όμιλο Engie και την επ’ αόριστον διακοπή της λειτουργίας του αγωγού Nord Stream 1. Οι εξελίξεις αυτές έχουν εντείνει τις ανησυχίες για ραγδαία κλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, γεγονός που έχει οδηγήσει σε εκ νέου μεγάλη άνοδο της τιμής του φυσικού αερίου. Η τιμή του συμβολαίου φυσικού αερίου TTF της Ολλανδίας, η οποία είναι η τιμή αναφοράς για την Ευρώπη, διαμορφώθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου στα Ευρώ 244,5 η μεγαβατώρα (Γράφημα 1α), έχοντας υποχωρήσει από τα Ευρώ 340 η μεγαβατώρα που κατέγραψε στις 26 Αυγούστου. Ωστόσο, η τιμή του φυσικού αερίου έχει σημειώσει άνοδο κατά 273% από τις αρχές του έτους και περίπου κατά 373% τους τελευταίους δώδεκα μήνες.
Η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου έχει συμπαρασύρει προς τα πάνω και την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Η τιμή του γερμανικού προθεσμιακού συμβολαίου ηλεκτρικής ενέργειας για το επόμενο έτος (Germany Power Baseload Forward Year 1), η οποία αποτελεί σημείο αναφοράς για την ευρωπαϊκή τιμή ηλεκτρικής ενέργειας, έχει αυξηθεί από τις αρχές του έτους κατά 185% (μέχρι 05.09.2022), ενώ, εντός του Αυγούστου, αυξήθηκε κατά 59%. Στην Ελλάδα, η μεσοσταθμική τιμή αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας έχει ακολουθήσει έντονα ανοδική πορεία από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και μετά. Βάσει των πιο πρόσφατων στοιχείων του ΑΔΜΗΕ, τον Ιούλιο η μεσοσταθμική τιμή διαμορφώθηκε περίπου στα Ευρώ 364 η μεγαβατώρα (Γράφημα 1β), ενώ τον Αύγουστο εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο.
Η υποχώρηση της τιμής του φυσικού αερίου που παρατηρήθηκε τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό στα ιδιαίτερα ενθαρρυντικά στοιχεία για το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, στις 29 Αυγούστου το εν λόγω ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαμορφώθηκε στο 80,2%, έναντι 66,9% το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, κινούμενο κοντά στον μέσο όρο των αντίστοιχων ημερομηνιών της περιόδου 2011-2020 (81,7%). Επιπλέον, επιτυγχάνεται πολύ νωρίτερα ο στόχος που είχε τεθεί για 80% κάλυψη των αποθηκευτικών χώρων μέχρι την 1η Νοεμβρίου.
Τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς ενέργειας
Ο αντίκτυπος της ενεργειακής κρίσης και των πληθωριστικών πιέσεων στη χώρα μας ενδέχεται να είναι πιο ήπιος σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατά τους επόμενους μήνες, εξαιτίας αφενός των καιρικών συνθηκών, οι οποίες καθιστούν τις ανάγκες για θέρμανση τους χειμερινούς μήνες σχετικά περιορισμένες, αφετέρου ορισμένων χαρακτηριστικών της ελληνικής αγοράς (Βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων Alpha Bank της 17.5.2022).
Συγκεκριμένα:
  1. Κατανομή τελικής κατανάλωσης ενέργειας (για ενεργειακή χρήση): Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat για το 2020:
α) ανά τομέα: στη χώρα μας η βιομηχανία καταναλώνει το 17,4% της συνολικής ποσότητας ενέργειας, σημαντικά χαμηλότερα από τους μέσους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) και της Ευρωζώνης (26,1%) αλλά και της Γερμανίας (28%). Το 35,5% της τελικής κατανάλωσης για ενεργειακή χρήση στην Ελλάδα προέρχεται από τις μεταφορές, το 29,6% από τα νοικοκυριά και ακολουθούν οι εμπορικές και δημόσιες υπηρεσίες (13,1%) και οι λοιποί τομείς (4,3%). Σημειώνεται ότι τα εν λόγω στοιχεία αφορούν στο 2020, δηλαδή το πρώτο έτος της πανδημικής κρίσης όταν η κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε κατά 6% συνολικά και κατά 15% στις μεταφορές, σε ετήσια βάση.
β) ανά προϊόν: το 50,8% της τελικής κατανάλωσης στην Ελλάδα αφορά στο πετρέλαιο και τα παράγωγα προϊόντα πετρελαίου, έναντι 35% στην ΕΕ-27, ενώ το ποσοστό που καταλαμβάνει το φυσικό αέριο ανήλθε σε μόλις 7,6%, με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 να ανέρχεται σε 21,9%. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, ωστόσο, καταλαμβάνει μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου στη χώρα μας (28,2%), σε σύγκριση με την ΕΕ-27 (23,2%), ενώ η κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και βιοκαύσιμα αφορά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ-27 σχεδόν το 12% της συνολικής ποσότητας.
  1. Ενεργειακό μίγμα της παραγωγής ηλεκτρισμού: Σε ό,τι αφορά στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σχεδόν το 40% προέρχεται από φυσικό αέριο, έναντι 20% στην ΕΕ-27 (Γράφημα 2). Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας στην προσπάθεια απολιγνιτοποίησης της παραγωγής και της υποκατάστασης των στερεών καυσίμων με φυσικό αέριο και ανανεώσιμές πηγές ενέργειας. Παρά την πτώση της συμμετοχής των στερεών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, ωστόσο, το ποσοστό τους παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (13,7% και 12,6% αντίστοιχα). Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι σημαντικά χαμηλότερος (8,3%), καθώς μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Φινλανδία χρησιμοποιούν σε σημαντικό ποσοστό πυρηνική ενέργεια στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα βιοκαύσιμα παρήγαγαν το 37% του ηλεκτρισμού το 2020, στην Ελλάδα, ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο σε σύγκριση με την ΕΕ-27 (39%). Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ («Μηνιαίο Δελτίο Ενέργειας», Ιούνιος, Ιούλιος 2022), από τον Ιούνιο και μετά, η συμμετοχή του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται, ενώ το μερίδιο του φυσικού αερίου μειώνεται. Συγκεκριμένα, ο λιγνίτης αντιπροσώπευε τον Ιούνιο το 10,8% του συνολικού μίγματος ηλεκτροπαραγωγής, έναντι 6% τον Ιούνιο του 2021, ενώ το εν λόγω ποσοστό τον Ιούλιο διαμορφώθηκε σε 13,4%, από 8% τον ίδιο μήνα του 2021.
  2. Διαφοροποίηση της κατανομής των εισαγωγών φυσικού αερίου: Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ), το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι εισαγωγές αερίου μέσω του αγωγού Turkstream (σημείο εισόδου Σιδηρόκαστρο) μειώθηκαν κατά 21% σε ετήσια βάση, ενώ άνοδο κατά 13,4% σημείωσαν οι εισαγωγές ενέργειας από τον αγωγό TAP μέσω Αζερμπαϊτζάν (σημείο εισόδου Νέα Μεσημβρία). Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον αγωγό Turkstream διοχετεύεται φυσικό αέριο, μεταξύ άλλων, σε χώρες που διατηρούν συγκριτικά καλές σχέσεις με τη Ρωσία, γεγονός το οποίο μειώνει τις πιθανότητες διακοπής της ροής φυσικού αερίου από την εν λόγω πηγή. Επιπρόσθετα, αξιοσημείωτη αύξηση κατέγραψαν το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (σταθμός Ρεβυθούσα-σημείο εισόδου Αγία Τριάδα), με το ποσοστό τους να αντιστοιχεί στο 44,5% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ελλάδα, έναντι 31% πέρυσι. Συνολικά, το πρώτο εξάμηνο του 2022, το ρωσικό αέριο ως ποσοστό επί των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου ανήλθε σε 34%, από 45% πέρυσι. Παράλληλα, σημαντική άνοδο σημείωσαν και οι εξαγωγές φυσικού αερίου, κατά 134,3% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2021, γεγονός που συνεπάγεται ότι η παρούσα συγκυρία δημιουργεί ευκαιρίες για αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, με σκοπό τον εφοδιασμό των γειτονικών χωρών.
Δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης
Σημαντική είναι η στήριξη που έχει παράσχει η ελληνική κυβέρνηση προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για την προστασία των εισοδημάτων τους έναντι της ενεργειακής κρίσης. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Bruegel, στο διάστημα Σεπτεμβρίου 2021-Ιουλίου 2022, η Ελλάδα παρείχε τη μεγαλύτερη κρατική στήριξη ως ποσοστό του ΑΕΠ μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα το ποσοστό διαμορφώθηκε σε 3,7%, το οποίο αντιστοιχεί σε μέτρα ύψους Ευρώ 6,8 δισ. (Γράφημα 3).
Επιγραμματικά τα κυριότερα μέτρα που έχουν ληφθεί περιλαμβάνουν:

  1. επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου για νοικοκυριά και επιχειρήσεις,
  2. διεύρυνση των ανώτατων ορίων επιδομάτων θέρμανσης και των κριτηρίων ένταξης σε αυτά,
  3. εφάπαξ ενίσχυση Ευρώ 200 σε χαμηλοσυνταξιούχους, ανασφάλιστους ηλικιωμένους και δικαιούχους επιδομάτων ανεργίας.
Επιπρόσθετα, στις 9 Σεπτεμβρίου αναμένεται να πραγματοποιηθεί έκτακτη σύνοδος των Υπουργών Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ρωσία πιθανότατα θα συνεχίσει την πολιτική περικοπών στην παροχή φυσικού αερίου προς την ΕΕ-27. Ένα μέτρο που εξετάζεται είναι αυτό της επιβολής ανώτατης τιμής (πλαφόν) στην τιμή του φυσικού αερίου, με στόχο την αποκλιμάκωση της τιμής του, αλλά και την αποσύνδεσή της από τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Τα σημεία, ωστόσο, που θα πρέπει να διευκρινιστούν, εκτός από το τον τρόπο εφαρμογής του ανώτατου ορίου, είναι οι προϋποθέσεις (το χρονικό διάστημα ισχύος του πλαφόν και του επαναπροσδιορισμού του, το νομικό πλαίσιο κ.λπ.), ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τυχόν επιπτώσεις του μέτρου (π.χ. αντίδραση αγοράς). Σε κάθε περίπτωση εξίσου σημαντικό είναι να επιτευχθεί ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου (“Save Gas for a Safe Winter”, Ιούλιος 2023), έως και 15% μέχρι και την άνοιξη του 2023, παράλληλα με την επιτάχυνση των εργασιών για τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού από εναλλακτικές πηγές και την υποκατάσταση του φυσικού αερίου με άλλα καύσιμα, κατά προτίμηση, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Παράλληλα, ωστόσο, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα των ευρωπαϊκών κρατών. Για την Ελλάδα συγκεκριμένα, η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2023 είναι κρίσιμη για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που με τη σειρά της θα ενισχύσει τόσο την αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, όσο και την επενδυτική δραστηριότητα της χώρας.
Η ενεργειακή κρίση απειλή για την οικονομική σταθερότητα της Ευρώπης;
Η Ευρώπη βρίσκεται εν μέσω μίας «ενεργειακής καταιγίδας». Το τελευταίο έτος, σοβαρές διαταραχές έχουν προκαλέσει, ίσως, τη χειρότερη ενεργειακή κρίση που έχει βιώσει ποτέ η Ευρώπη. Οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η παρατεταμένη στρατιωτική σύγκρουση που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η εργαλειοποίηση του ενεργειακού ζητήματος από τη Ρωσία, σε αυτό το πλαίσιο, οδηγούν σε σημαντικά προβλήματα με την ενεργειακή επάρκεια, αλλά και την εγχώρια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στις διάφορες χώρες. Ως αποτέλεσμα, οι ευρωπαϊκές χώρες ενδέχεται να μην έχουν επαρκή αποθέματα ενέργειας προκειμένου να καλύψουν τη ζήτηση τους επόμενους μήνες. Επιπλέον, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, μπορεί να χρειαστεί να περιορίσουν σημαντικά τη χρήση φυσικού αερίου στον βιομηχανικό τομέα προκειμένου να έχουν θέρμανση τα νοικοκυριά.
Στην τρέχουσα φάση, η ενεργειακή κρίση αντιπροσωπεύει τον μεγαλύτερο κίνδυνο που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, με μακροπρόθεσμες, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Ως επακόλουθο, αυτός ο κίνδυνος μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε ύφεση και κοινωνικές εντάσεις, αλλά και σε τάσεις «ενεργειακού προστατευτισμού». Συνεπώς, οι ευρωπαϊκές χώρες οφείλουν να δείξουν περισσότερη αλληλεγγύη μεταξύ τους, αφού θα υπάρχουν περιορισμένες προμήθειες ενέργειας, έτσι ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και προκληθεί μία κατάσταση «συναγερμού» για χώρες που έχουν περιορισμένες επιλογές.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τρέχουσα κρίση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να προετοιμάσουν, τάχιστα, ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για τον επερχόμενο δύσκολο χειμώνα και να διαχειριστούν την περιορισμένη παροχή ενέργειας. Το πιο πιθανό σενάριο είναι οι Ευρωπαίοι ηγέτες να συμφωνήσουν σε έναν αποτελεσματικό συντονισμό της ενεργειακής πολιτικής τους και να επενδύσουν περισσότερο σε εναλλακτικές πηγές, ώστε να επιταχυνθεί η μετάβαση της Ευρώπης προς μία πιο «καθαρή» και «πράσινη» ενέργεια, επιτρέποντας στην ήπειρο να αποσυνδεθεί (decoupling), τελικώς, από την Ρωσία.
Στις αρχές Ιουλίου του 2022, η Ρωσία προμήθευε μόνο το ένα τρίτο του όγκου φυσικού αερίου που είχε συμφωνήσει με τις ευρωπαϊκές χώρες (“Europe Needs a Grand Bargain on Energy”, Foreign Affairs, August 2022). Ως αποτέλεσμα, οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη σχεδόν πενταπλασιάστηκαν στο τέλος Αυγούστου, συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, και οι κυβερνήσεις προσπαθούν να προστατεύσουν το εισόδημα των νοικοκυριών, δίνοντας επιδοτήσεις για τους λογαριασμούς ενέργειας. Τα μελλοντικά συμβόλαια φυσικού αερίου στο Άμστερνταμ (TTF) έφθασαν στις 5 Σεπτεμβρίου τα Ευρώ 258 ανά μεγαβατώρα (MWh), ενώ πέρυσι την ίδια περίοδο ήταν Ευρώ 48,8 (Γράφημα 1α).
Το μερίδιο της ενέργειας για θέρμανση (φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, λοιπά καύσιμα θέρμανσης κ.λπ.) -ως ποσοστό της δαπάνης των νοικοκυριών- έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ στην Ευρώπη, καθώς η τρέχουσα, ενεργειακή κρίση φαίνεται να είναι χειρότερη από τις κρίσεις των δεκαετιών του 1970 και 1980. Ένα νοικοκυριό ορίζεται ότι ζει σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας εάν είναι χαμηλού εισοδηματικού κλιμακίου και απαιτείται να δαπανήσει το 10% ή περισσότερο του εισοδήματός του σε ενέργεια θέρμανσης, σύμφωνα με το National Energy Action – UK. Ανάλογος είναι ο ορισμός σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 4, οι τάσεις των ευρωπαϊκών νοικοκυριών -χαμηλού εισοδήματος- να δαπανούν μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός του στην ενέργεια είναι έντονες (“Surging Energy Prices in Europe in the Aftermath of the War: How to Support the Vulnerable and Speed up the Transition Away from Fossil Fuels”, IMF, Working Paper/22/152). Οποιοδήποτε σχέδιο δράσης, από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να δίνει προτεραιότητα στις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες, που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην ενεργειακή φτώχεια και πιο ευάλωτες από ποτέ στους κλυδωνισμούς των τιμών.
Υπό αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες, οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να αναπτύξουν -βραχυπρόθεσμα- όλες τις πιθανές λύσεις για την ενεργειακή ασφάλεια, ακόμη και εκείνες που ρυπαίνουν και συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως η αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής σε σταθμούς που λειτουργούν με λιγνίτη. Σαφώς αυτές είναι οι λιγότερο ελκυστικές επιλογές και ως εκ τούτου θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ θα πρέπει να συνδυάζονται με τη θέσπιση πιο μακροπρόθεσμων λύσεων, δηλαδή την επιτάχυνση της ανάπτυξης «καθαρής ενέργειας». Η πρόοδος και στα δύο μέτωπα, ταυτόχρονα, θα επέτρεπε στην Ευρώπη να εξέλθει της ενεργειακής κρίσης πιο ανθεκτική, διασφαλίζοντας τον ενεργειακό της εφοδιασμό. Επιπλέον, μία ευρωπαϊκή συμφωνία για κοινή προμήθεια φυσικού αερίου από τις διεθνείς αγορές θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο κλυδωνισμού της ενότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να αυξήσει τη διαπραγματευτική δύναμή της έναντι των προμηθευτών, μειώνοντας το οικονομικό και πολιτικό κόστος για το φυσικό αέριο. Εάν ληφθούν αυτές οι αποφάσεις, η Ευρώπη δύναται να μετατρέψει αυτή την ιστορική κρίση σε μία μεγάλη ευκαιρία ενεργειακής ανεξαρτητοποίησής της από τη Ρωσία και πιο βιώσιμης πορείας στο μέλλον.
Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, η νομισματική πολιτική καλείται να διαδραματίσει τον δικό της ρόλο στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ωστόσο, ο πυρήνας της τρέχουσας κρίσης είναι το ενεργειακό shock. Σε τέτοιου είδους δομικές, οικονομικές διαταραχές, οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν μεγάλη ευελιξία κινήσεων και το εύρος επιλογών τους είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Πρέπει να τηρήσουν την εντολή τους για σταθερότητα των τιμών. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να γίνει μία τεράστια προσπάθεια, ώστε να προστατευθούν οι πιο ευάλωτοι από την κρίση. Οι πιο ευάλωτοι δεν είναι μόνο άνθρωποι, αλλά και χώρες. Θα χρειαστεί υψηλό επίπεδο δημοσιονομικής συνεργασίας στην Ευρώπη. Η πολιτική κατανόηση της ανάγκης για αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση.