Μια νέα μελέτη από το Κέντρο Γεωμηχανικής της Σχολής Μηχανικών Γκρόουβ του City College της Νέας Υόρκης υποδεικνύει ότι τα πλαστικά απόβλητα μπορούν να μετατραπούν αποτελεσματικά σε χρήσιμα καύσιμα και ενέργεια και όχι να απορρίπτονται σε χώρους υγειονομικής ταφής ή να ρυπαίνουν τον ωκεανό.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η προσθήκη μη ανακυκλωμένων πλαστικών σε μια διαδικασία χημικής ανακύκλωσης γνωστή ως αεριοποίηση έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή καυσίμου με βάση το αργό πετρέλαιο. Η διαδικασία μειώνει επίσης τη ρύπανση τόσο από τα πλαστικά όσο και από τις εκπομπές, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές μεθόδους διαχείρισης πλαστικών αποβλήτων, όπως η αποτέφρωση ή η απόρριψη.
Το πλαστικό είναι προϊόν που προέρχεται από το αργό πετρέλαιο και ως εκ τούτου περιέχει σημαντική «λανθάνουσα» ενέργεια που μπορεί να αξιοποιηθεί με τη σωστή τεχνολογία και τεχνική. «Αυτή η μελέτη καταδεικνύει ότι επειδή τα πλαστικά περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο, έχουν υψηλό ενεργειακό περιεχόμενο, και υπάρχει τεράστια δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν τεχνολογίες όπως η αεριοποίηση για να μετατραπούν αυτά τα υλικά σε καύσιμα, χημικά και άλλα προϊόντα», ανέφερε ο συνεπικεφαλής της μελέτης, Μάρκο Καστάλντι.
Όσον αφορά την αύξηση της πλαστικής ρύπανσης, οι επιστήμονες επιδιώκουν να αναδιαμορφώσουν το πλαστικό ως πόρο αντί για απόβλητο. «Τα πλαστικά έχουν μια τελική χρήση που θα τα μετατρέπει από απόβλητα σε ενέργεια στο τέλος της ζωής τους», δήλωσε η συνεπικεφαλής της μελέτης, Ελληνοαμερικανίδα Δήμητρα Τσιάμης.
Η αεριοποίηση χρησιμοποιεί αέρα ή ατμό για να θερμάνει τα πλαστικά απόβλητα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μειγμάτων βιομηχανικών αερίων που ονομάζονται συνθετικά αέρια. Αυτά τα αέρια μπορούν είτε να μετατραπούν σε ντίζελ και βενζίνη είτε να καούν άμεσα για την παραγωγή ηλεκτρισμού.
Η συγκεκριμένη διαδικασία είναι προτιμότερη από την αποτέφρωση των πλαστικών αποβλήτων επειδή επιτρέπει την αποθήκευση δυνητικά χρησιμοποιήσιμης ενέργειας που διαφορετικά θα σπαταλιόταν μέσω της καύσης. Η αεριοποίηση είναι επίσης καλύτερη για την ποιότητα του αέρα, παράγοντας πολύ χαμηλότερα επίπεδα εκπομπών θείου και οξειδίων του αζώτου, σύμφωνα με την έρευνα.