Η ενέργεια που απαιτείται παγκοσμίως για τη δημιουργία κρυπτονομισμάτων φέτος θα φτάσει σε μέγεθος την ετήσια κατανάλωση ηλεκτρισμού της Αργεντινής και θα μπορούσε να αποδειχθεί θησαυρός για τους παραγωγούς βιώσιμης ενέργειας, από τις ΗΠΑ μέχρι την Κίνα.
Όσοι ασχολούνται με την εξόρυξη κρυπτονομισμάτων υπολογίζεται ότι θα χρειαστούν μέχρι 140 τεραβατώρες ηλεκτρισμού το 2018, περίπου 0,6% των παγκόσμιων αναγκών, σημειώνουν αναλυτές της Morgan Stanley. Ενέργεια που ξεπερνάει εκείνη που εκτιμάται ότι θα καταναλώνουν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα το 2025.
Αν και το ποσοστό μοιάζει μικρό, αποτελεί οδηγό ανάπτυξης για εταιρείες που επενδύουν στην ηλιακή και την αιολική ενέργεια, καθώς και στην αποθήκευσή τους – ανάμεσά τους οι NextEra Energy, Iberdrola και Enel. Άλλοι που θα μπορούσαν να επωφεληθούν είναι μεγάλες πετρελαϊκές που επενδύουν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και παραγωγοί πράσινης ενέργειας που υποστηρίζονται από κεφάλαια μέσω αρχικών προσφορών νομισμάτων (ICO).
Μία εταιρεία ιδιαίτερα πρόθυμη να εκμεταλλευτεί την κατάσταση είναι η Hydro-Quebec, η μεγαλύτερη παραγωγός ενέργειας στον Καναδά. Βρίσκεται σε πολύ προχωρημένες συζητήσεις με πάνω από 30 εξορύκτες κρυπτονομισμάτων – πολλοί από αυτούς με έδρα την Κίνα – και πρόκειται να ανακοινώσει συμφωνίες μέσα στη χρονιά.
Μέσα σε τέσσερα χρόνια η Hydro-Quebec εκτιμά ότι οι εξορύκτες θα απορροφούν περίπου 5 τεραβατώρες ενέργειας ετησίως – όσο και 300.000 σπίτια στο Κεμπέκ – από το πλεόνασμα που θα παράγουν τα υδροηλεκτρικά φράγματα της περιοχής. «Αν χρειαστεί να επενδύσουμε περισσότερα στο δίκτυο μετάδοσης, τα έξοδα θα καλυφθούν από τους εξορύκτες», επισημαίνει εκπρόσωπος της εταιρείας.
Οι απαιτήσεις σε ηλεκτρισμό για την εξόρυξη bitcoin αυξήθηκαν στις 20,5 τεραβατώρες ετησίως στο τέλος του 2017 σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg New Energy Finance – όσο το 1/10 των αναγκών της Νότιας Αφρικής.
Στην Κίνα οι εξορύκτες χρησιμοποίησαν 15,4 τεραβατώρες, ποσό αμελητέο για την τεράστια παραγωγή ενέργειας στη χώρα. Αν και εκεί βρίσκονται οι περισσότεροι εξορύκτες, κατανάλωσαν μόλις το 0,2% της ετήσιας παραγωγής της χώρας.