Η κατασκευαστική δραστηριότητα αποτελεί τον μεγαλύτερο καταναλωτή φυσικών πόρων και ταυτόχρονα έναν από τους κύριους παραγωγούς αποβλήτων. Ειδικότερα, τα Απόβλητα Εκσκαφών, Κατασκευών και Κατεδαφίσεων (ΑΕΚΚ) είναι από τα πιο βαριά και ογκώδη ρεύματα αποβλήτων, τα οποία στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιπροσωπεύουν περίπου το 35–40% του συνόλου των στερεών αποβλήτων.
Για δεκαετίες, η διαχείριση των αποβλήτων αυτών ακολουθούσε το μοντέλο της γραμμικής οικονομίας: «παραγωγή – κατανάλωση – απόρριψη», με αποτέλεσμα την εξάντληση των φυσικών πόρων, τη δέσμευση πολύτιμου χώρου στους ΧΥΤΑ και την περιβαλλοντική υποβάθμιση από την ανεξέλεγκτη διάθεση. Σήμερα, ωστόσο, η επιτακτική ανάγκη για βιωσιμότητα και κυκλική οικονομία έρχεται να μετατρέψει τα ΑΕΚΚ από ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα σε μία από τις σημαντικότερες οικονομικές και περιβαλλοντικές ευκαιρίες.
Τα ΑΕΚΚ προκύπτουν από δραστηριότητες όπως η κατασκευή νέων έργων, η ανακαίνιση, η συντήρηση και η κατεδάφιση κτιρίων και υποδομών. Περιλαμβάνουν δε, κυρίως αδρανή υλικά όπως σκυρόδεμα, τούβλα, πλακίδια, χώματα και πέτρες.

Η κυκλική οικονομία στον τομέα των κατασκευών στοχεύει στην αποσύνδεση της ανάπτυξης από την κατανάλωση πόρων, εφαρμόζοντας ιεράρχηση στη διαχείριση των αποβλήτων για να διατηρηθούν τα υλικά σε χρήση για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η απαρχή γίνεται κατά την υλοποίηση της επιλεκτικής κατεδάφισης, όπου τα υλικά διαχωρίζονται στην πηγή και δεν αναμειγνύονται, αυξάνοντας σημαντικά τα ποσοστά ανακύκλωσης.
Οι σύγχρονες μονάδες επεξεργασίας αναλαμβάνουν την περαιτέρω διαλογή, θραύση και αξιοποίηση των υλικών. Έτσι, τα αδρανή υλικά μπορούν να επανεισαχθούν στο ρεύμα της αγοράς με τη δημιουργία «καθαρών» ροών αποβλήτων παράγοντας ποιοτικά δευτερογενή υλικά, τα οποία μπορούν να αντικαταστήσουν επάξια τα πρωτογενή. Τα εν λόγω υλικά πιστοποιούνται, όπως αντίστοιχα και τα πρωτογενή, από διεθνή πρότυπα και εφοδιάζονται με τη σήμανση CE. Οι χρήσεις τους καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα εργασιών που εκτείνεται από τα έργα οδοποιίας και τεχνικά έργα μέχρι την αξιοποίηση στην παραγωγή νέων προϊόντων ή ακόμα και ενέργειας.

Ως εκ τούτου, τα οφέλη από την επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση των υλικών είναι πολλαπλά, καθώς εκτός από το οικολογικό αντίκτυπο με τη μείωση της κατανάλωσης των φυσικών πόρων και εν γένει του περιβαλλοντικού αποτυπώματος από την κατασκευαστική δραστηριότητα, υπάρχουν τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά.
Τα κοινωνικά οφέλη εστιάζουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε όλα τα στάδια της εναλλακτικής διαχείρισης των αποβλήτων και τα οικονομικά στο μειωμένο κόστος κατασκευής από τη χρήση δευτερογενών προϊόντων, αλλά και στην εξοικονόμηση πόρων για τους ΟΤΑ με τη αποτροπή του βραχυπρόθεσμου κορεσμού των χώρων αστικών απορριμμάτων.
Ωστόσο, η πλήρης εφαρμογή του μοντέλου απαιτεί, τόσο την υπέρβαση συγκεκριμένων εμποδίων που σχετίζονται με τη διαλογή των υλικών στην πηγή, αλλά και την αποδοχή και χρήση των δευτερογενών υλικών, τα οποία προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης. Ως εκ τούτου είναι επιτακτική ανάγκη η συνεργασία μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών φορέων, εργοληπτών, μηχανικών και τοπικών αρχών. Για την οργάνωση, τον συντονισμό και τον έλεγχο των εργασιών ορθής διαχείρισης των εν λόγω αποβλήτων, βάσει νομοθεσίας, είναι υπεύθυνα τα εγκεκριμένα από τον Ελληνικό Οργανισμό Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ) Συλλογικά Συστήματα Εναλλακτικής Διαχείρισης (ΣΣΕΔ) ΑΕΚΚ.



" 










