Η Κυκλική Οικονομία και γιατί τη χρειαζόμαστε;

Όπως λέει ο σοφός ελληνικός λαός, η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά. Πράγματι, στις εστίες μας φροντίζουμε με επιμέλεια την αρχοντιά μας. Ως κοινωνία, ωστόσο, δεν δείχνουμε την ίδια νοοτροπία. Προτιμούμε να κρύβουμε τα απορρίμματά μας «κάτω από το χαλί», να τα θάβουμε δηλαδή σε χωματερές, συνήθως παράνομες. Κι ακόμα χειρότερα, πληρώνουμε βαριά πρόστιμα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, για να συνεχίζουμε τις «ταφές» των απορριμμάτων αντί να δούμε κατάματα το πρόβλημα.

Άλλες αναπτυγμένες κοινωνίες έχουν από καιρό σταματήσει παρόμοιες πρακτικές. Επειδή αναγνωρίζουν ότι τα απορρίμματα συνιστούν πολύτιμους πόρους αλλά και επειδή σέβονται το περιβάλλον, την ευρύτερη κατοικία τους. Άλλωστε, ο πληθυσμός της Γης αυξάνεται ραγδαία, μαζί του και οι ανάγκες για πρώτες ύλες και ενέργεια. Δυστυχώς όμως για την ανθρωπότητα, δεν θα καταφέρουμε να φτάσουμε σύντομα σε μια από τις «επτά αδελφές της Γης» που, σύμφωνα με την αισιόδοξη ανακοίνωση της NASA, είναι κατοικήσιμες και ίσως κάποτε μάς προσφέρουν μια ατελείωτη δεξαμενή πόρων.
Μέχρι τότε, πρέπει να αξιοποιούμε στο μέγιστο τους πόρους που έχουμε στη διάθεσή μας. Αυτό σημαίνει να θάβουμε μόνο τα υπολείμματα που δεν έχουν καμία χρησιμότητα πια. Η Ευρωπαϊκή Ενωση διαμορφώνει συγκεκριμένη πολιτική για το ζήτημα αυτό. Πολιτική φιλόδοξη που θα δεσμεύει βέβαια και την Ελλάδα. Έτσι, πολύ πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε ότι το μέγιστο ποσοστό των αστικών απορριμμάτων που θα καταλήγει σε χωματερές δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το 5% μέχρι το 2030. Ο στόχος αυτός φαίνεται ανέφικτος για τη χώρα μας, που θάβει σήμερα πάνω από το 75% των απορριμμάτων της. Συχνά μάλιστα σε παράνομες χωματερές. Ακόμα και η παράταση των πέντε ετών, που προβλέπεται ότι θα μας δοθεί, υπάρχει φόβος ότι θα λειτουργήσει περισσότερο ως εφησυχασμός και ελάχιστα ως σήμα κινδύνου.
Η συνολική πάντως νομοθεσία – αποκαλείται «Πακέτο για την Κυκλική Οικονομία» – φιλοδοξεί να ορίσει επιμέρους στόχους για τη μείωση των απορριμμάτων και τη διαχείριση του 95% που δεν θα καταλήγει σε χωματερές. Να θέσει, δηλαδή, τα θεμέλια για μια οικονομία που θα χρησιμοποιεί τα απορρίμματα ως πρώτη ύλη. Ετσι, θα ελαχιστοποιεί την ανάγκη παραγωγής νέων πρώτων υλών, που είναι πεπερασμένες και απορροφούν σημαντικές ποσότητες ενέργειας, ενώ, παράλληλα, θα δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας χωρίς να επιβαρύνει το περιβάλλον.

Συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέσπισε τους εξής στόχους για το 2030:

– Ανακύκλωση του 70% των αστικών απορριμμάτων και του 80% των συσκευασιών,
– Μείωση της σπατάλης τροφίμων κατά 50%,
– Μείωση των θαλάσσιων απορριμμάτων κατά 50%,
– Υποχρεωτική χωριστή αποκομιδή βιολογικών απορριμμάτων.
Δικαίως αναρωτιέται κανείς: «Καλά είναι όλα αυτά στη θεωρία, αλλά μπορούν να εφαρμοσθούν στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και των συνεχών αναβολών;»
Μοιάζει παράδοξο, η απάντηση όμως δεν είναι αναγκαστικά αρνητική. Έχουμε ήδη καθυστερήσει κι έχουμε πολύ δρόμο να καλύψουμε. Αν κάνουμε όμως το πρώτο βήμα, αν αποφασίσουμε ως κοινωνία ότι η σωστή διαχείριση των απορριμμάτων έχει πολλαπλά οφέλη και, επομένως, πρέπει να αποκτήσει προτεραιότητα, τότε θα έχουμε φτάσει στα μισά του δρόμου.
Ευτυχώς, υπάρχουν παραδείγματα που δικαιολογούν αυτήν την αισιοδοξία. Όπως οι αξιόλογες προσπάθειες που γίνονται στην Κοζάνη, στη Δυτική Μακεδονία. Εκεί θα ξεκινήσει πολύ σύντομα τη λειτουργία της μια νέα Μονάδα Επεξεργασίας Απορριμμάτων, η οποία θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης και στη δραστική μείωση των απορριμμάτων που θα καταλήγουν σε χωματερές. Είναι ένα καλό παράδειγμα συνεργασίας του ιδιωτικού τομέα με τις τοπικές αρχές, που στηρίζεται με σημαντική χρηματοδοτική βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το δύσκολο αλλά αναγκαίο αυτό βήμα πείθει ότι μια πιο σωστή διαχείριση απορριμμάτων στην Ελλάδα είναι εφικτή, όταν υπάρχουν άνθρωποι με ικανότητες και αίσθημα ευθύνης.
Η μετάβαση, πάντως, σε ένα νέο πρότυπο Κυκλικής Οικονομίας απαιτεί μακροχρόνια δέσμευση και προσπάθεια. Απαιτεί, επίσης, άλματα στην τεχνολογία, ένα σταθερό ευρωπαϊκό πλαίσιο και εθνικές πολιτικές που καλλιεργούν πρωτοβουλίες και συνεργασίες. Ο πιο καθοριστικός παράγοντας, ωστόσο, είμαστε εμείς, οι πολίτες, οι συμπεριφορές και οι συνήθειές μας. Πέρα από την αναγκαία ενημέρωση, καταλυτικό ρόλο για την αλλαγή νοοτροπίας και συμπεριφοράς μπορεί να παίξουν τα οικονομικά κίνητρα, και πιο συγκεκριμένα η φορολόγηση.
Ίσως ακουστεί ουτοπικό. Οι σχετικές όμως ιδέες συζητούνται τώρα και χρόνια με ένταση και ρεαλισμό. Να αλλάξουμε, δηλαδή, εκ βάθρων το φορολογικό μας σύστημα, να μειώσουμε αισθητά τη φορολόγηση της εργασίας, που αποτελεί μια παραγωγική διαδικασία. Αντίθετα, να στραφούμε προς τη φορολόγηση δραστηριοτήτων που ρυπαίνουν ή απαιτούν τη χρήση πεπερασμένων πρώτων υλών. Η στροφή αυτή ασφαλώς προϋποθέτει καινοτόμες λύσεις, που δεν θα είναι εύκολες ούτε, χαμηλού κόστους, αρχικά τουλάχιστον. Είναι όμως σε θέση να κινητοποιήσει το εξαίρετο ανθρώπινο δυναμικό που υπάρχει στα Πανεπιστήμια ή στα Τεχνολογικά και Ερευνητικά μας Ιδρύματα αλλά και σε πρωτοπόρες ελληνικές εταιρίες.
Είναι προφανές ότι το πλαίσιο αυτό, με τη χαρακτηριστική προσωνυμία «ο ρυπαίνων πληρώνει», συνδέεται παράλληλα και με την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής αλλά και με την επιδίωξη ενός καλύτερου περιβάλλοντος για τη ζωή μας. Στην Ελλάδα όμως, είναι αλήθεια ότι παρόμοιες ιδέες απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά από το δημόσιο διάλογο. Αυτός εξαντλείται σε στερεότυπα ή σε μικροκομματικές αντιπαραθέσεις. Χωρίς όμως την αναζήτηση ενός νέου προτύπου ανάπτυξης, που θα εμπεριέχει ιδέες προοδευτικές και καινοτόμες, η χώρα είναι καταδικασμένη να οδηγείται από κρίση σε κρίση και να διαπιστώνει τις χαμένες ευκαιρίες της.
«Οι καιροί ου μενετοί» έλεγε, ωστόσο, από παλιά ο Θουκυδίδης. Η αλήθεια αυτή είναι όσο ποτέ ορατή στην επιταχυνόμενη εποχή μας.

Γράφει ο Γιώργος Γραμματικάκης – Ευρωβουλευτής με Το Ποτάμι και μέλος των Επιτροπών CULT (Πολιτισμού και Παιδείας) και ENVI (Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων).

Πηγή: www.protagon.gr