Στις 3 Απριλίου, οι υπουργοί Ενέργειας της Κύπρου, της Ελλάδας, του Ισραήλ και της Ιταλίας συναντήθηκαν στο Τελ Αβίβ, υπό το βλέμμα του αρμόδιου Ευρωπαίου επιτρόπου. Είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να υπογράψουν μια προκαταρκτική συμφωνία για την προώθηση ενός αγωγού φυσικού αερίου που θα συνδέσει τις τέσσερις χώρες: του αγωγού EastMed. Το εγχείρημα είναι φιλόδοξο, τεράστιο και – τουλάχιστον σήμερα – μάλλον μη απαραίτητο.
Εκ πρώτης όψεως ο EastMed μοιάζει με εντυπωσιακή ιδέα. Ο αγωγός, αν υλοποιηθεί, θα μεταφέρει 10 δισ. κυβικά μέτρα αερίου ετησίως από τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου στην Ελλάδα και την Ιταλία. Μήκους περίπου 1.900 χιλιομέτρων, και φτάνοντας σε βάθη ώς και 3 χιλιόμετρα, θα είναι ο μακρύτερος και ο βαθύτερος υποθαλάσσιος αγωγός στον κόσμο. Ο προϋπολογισμός του έργου φτάνει τα 6,2 δισ. ευρώ.
Ωστόσο για τους παρατηρητές των θεμάτων ενεργειακής ασφάλειας στην Ευρώπη, υπήρχε μια αίσθηση déjà vu. Η τελετή θύμιζε μια αντίστοιχη που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2006 στη Βιέννη, όπου είχαν παρουσιαστεί τα σχέδια για την κατασκευή του αγωγού Nabucco.
Τα δύο εγχειρήματα έχουν πολλές ομοιότητες: τεράστια χωρητικότητα μεταφοράς αερίου, αγωγούς μεγάλου μήκους, διασυνδέσεις μεταξύ της Ευρώπης και πολλαπλών πηγών αερίου (στην περίπτωση του Nabucco ήταν το Αζερμπαϊτζάν, το Τουρκμενιστάν, το Ιράν και το Ιράκ). Αμφότερα επίσης ήταν υψηλού κόστους, με τον EastMed να ξεπερνάει τον Nabucco, η αρχική εκτίμηση του κόστους για τον οποίο ήταν 5 δισ. ευρώ.
Και στις δύο περιπτώσεις, τέλος, οι υπουργοί Ενέργειας των εμπλεκόμενων χωρών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπόσχονταν ότι τα έργα θα συνεισέφεραν στην ασφάλεια προμήθειας αερίου για την Ευρώπη αλλά και στην ευρύτερη περιφερειακή συνεργασία. Όπως γνωρίζουμε, η ιστορία του Nabucco δεν είχε ευτυχές τέλος. Το έργο αποδείχθηκε γρήγορα ότι ήταν μάλλον ένα όνειρο θερινής νυκτός παρά ένα ρεαλιστικό σχέδιο για την κατασκευή ενός αγωγού.
Είναι ο EastMed ένα πιο ρεαλιστικό εγχείρημα ή ακόμη μία περίπτωση ευσεβών πόθων της Ε.Ε.;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι απλή, αλλά το σχέδιο για τον αγωγό δεν δείχνει να είναι πειστικό. Οι προκαταρκτικές μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας ισχυρίζονταν ότι το έργο είναι βιώσιμο τόσο από τεχνικής όσο και από εμπορικής άποψης. Ωστόσο οι μελέτες αυτές στοιχηματίζουν διπλά στις μελλοντικές τάσεις για το αέριο στην περιοχή. Στην πλευρά της ζήτησης, υποθέτουν ότι οι ανάγκες της Ε.Ε. για εισαγωγή αερίου θα αυξηθούν σημαντικά. Στην πλευρά της προσφοράς, προβλέπουν ότι μεγάλες ποσότητες αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο θα είναι διαθέσιμες προς εξαγωγή στην Ευρώπη.
Η πρώτη εκτίμηση μοιάζει λογική, με μία επιφύλαξη: οι ανάγκες της Ε.Ε. για εισαγωγές όντως θα αυξηθούν καθώς θα μειώνεται η εγχώρια παραγωγή, αλλά αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι το αέριο της Ανατολικής Μεσογείου θα είναι στην καλύτερη θέση για να τις καλύψει. Ο κρίσιμος παράγων θα είναι η ανταγωνιστικότητα του κόστους. Θα καλύψει η Ευρώπη τις ανάγκες της με αέριο της Ανατολικής Μεσογείου ή με την αύξηση της προμηθειών από τη Ρωσία και άλλους παραδοσιακούς παρόχους;
Η δεύτερη υπόθεση, ότι η Ανατολική Μεσόγειος θα εξελιχθεί σίγουρα σε μείζονα εξαγωγέα, είναι ακόμα πιο αβέβαιη. Τα τελευταία χρόνια μια σειρά από δυσκολίες έχουν αναδείξει τα όρια των δυνατοτήτων της περιοχής ως πηγής αερίου: συνεχείς καθυστερήσεις επενδυτικών αποφάσεων στο Ισραήλ, αναθεωρήσεις προς τα κάτω των πόρων φυσικού αερίου στην Κύπρο, μεγάλες ελλείψεις αερίου στην Αίγυπτο.
Μάλιστα, μόνο η ανακάλυψη του μεγάλης κλίμακας κοιτάσματος Ζορ ανοιχτά της Αιγύπτου το 2015 θα μπορούσε να αναζωογονήσει τις προοπτικές της περιοχής. Αλλά η Αίγυπτος δεν ενδιαφέρεται για τον EastMed, καθώς έχει στη διάθεσή της δύο μεγάλες εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) οι οποίες επί του παρόντος είναι αδρανείς.
Ακόμα δε κι αν αυξηθεί η παραγωγή αερίου στην περιοχή, η εσωτερική ζήτηση ενδέχεται να περιορίσει τη δυνατότητα εξαγωγών. Η ζήτηση αερίου στην Αίγυπτο αναμένεται να αυξηθεί από 50 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως σήμερα σε περίπου 70 δισ. το 2030. Η ζήτηση στο Ισραήλ αναμένεται να τετραπλασιαστεί έως το 2040. Με απλά λόγια, οι δυνατότητες εξαγωγών της Ανατολικής Μεσογείου παραμένουν ασαφείς και θα εξαρτηθούν, μεταξύ άλλων, από την εγχώρια ζήτηση αερίου.
Με όλες αυτές τις αβεβαιότητες, μοιάζει πρόωρο να συζητάμε για ένα τόσο μεγάλο και ακριβό εγχείρημα όπως ο EastMed. Ο συγκεκριμένος αγωγός θα μπορούσε να είναι μια λογική επιλογή σε κάποια χρόνια, όταν θα είναι σαφέστερη η δυναμική της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου και η εξαγωγική δυναμική της Ανατολικής Μεσογείου. Για την ώρα πάντως, μοιάζει με ακόμη μία φαντασίωση της Ε.Ε.
Μια καλύτερη επιλογή για την περιοχή θα ήταν η χρήση από κοινού των υφιστάμενων εγκαταστάσεων LNG της Αιγύπτου. Η γεωγραφική εγγύτητα των κοιτασμάτων της Αιγύπτου, του Ισραήλ και της Κύπρου θα μπορούσαν να επιτρέψουν τη συντονισμένη εκμετάλλευσή τους. Αυτό ενδεχομένως να δημιουργήσει τις οικονομίες κλίμακος που απαιτούνται για να είναι ανταγωνιστικές οι πρώτες εξαγωγές αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο.
Μια τέτοια προσέγγιση θα έδινε επίσης στους προμηθευτές αερίου της περιοχής ευελιξία σχετικά με τις αγορές προορισμού του αερίου. Οι αιγυπτιακές εγκαταστάσεις LNG, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την ταχέως αναπτυσσόμενη τουρκική αγορά – όχι μόνο τη Νότια Ευρώπη, όπως στην περίπτωση του αγωγού EastMed. Επιπροσθέτως, μια εξαγωγική κοινοπραξία βασισμένη στις αιγυπτιακές εγκαταστάσεις θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρώτη ευκαιρία για να δοκιμαστεί η εμπορική συνεργασία μεταξύ Αιγύπτου, Ισραήλ και Κύπρου.
Αν αποδειχθεί επιτυχής, αυτή η συνεργασία θα μπορούσε να κλιμακωθεί κατά την επόμενη δεκαετία, αν ανακαλυφθούν νέοι πόροι αερίου στην περιοχή και η ζήτηση δικαιολογεί την κατασκευή νέων υποδομών. Μόνο τότε θα αξίζει να εξετάσουμε μεγαλοπρεπή σχέδια όπως ο αγωγός EastMed.
Γράφει ο Σιμόν Ταλιαπιέτρα – Ερευνητής στο ινστιτούτο Bruegel και στο Fondazione Eni Enrico Mattei – Πηγή: www.kathimerini.gr