Πακέτο προτάσεων κατέθεσε ο Σύνδεσμος Εταιρειών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ) προς το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, προκειμένου να επιτραπεί η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σταθμών σε ένα μικρό ποσοστό της γεωργικής γής υψηλής παραγωγικότητας.
Αναλυτικότερα, η ανακοίνωση του ΣΕΦ αναφέρει τα εξής:
«Με τον Ν. 4015/2011 απαγορεύεται πρακτικά η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε γαίες υψηλές παραγωγικότητας. Όλες όμως οι αρδευόμενες εκτάσεις θεωρούνται γαίες υψηλής παραγωγικότητας, οπότε ακόμη και η εγκατάσταση φωτοβολταϊκού από οποιονδήποτε αγρότη για να ισοσκελίσει με παραγόμενη ενέργεια αυτήν που καταναλώνει π.χ. μια αντλία ποτίσματος στο χωράφι του ή από έναν ΓΟΕΒ ή ΤΟΕΒ για τις ανάγκες ενός αντλιοστασίου είναι πρακτικά αδύνατη. Με τον τρόπο αυτό, το ευεργετικό για τη μείωση του αγροτικού κόστους παραγωγής μέτρο καθίσταται ανενεργό στην πράξη. Γαίες υψηλής παραγωγικότητας θεωρούνται επίσης και όσες προέρχονται από αναδασμό ακόμη κι αν είναι εμφανώς το αντίθετο (π.χ. περιοχές με υψηλή αλατότητα).
Σχεδόν αδύνατη επίσης είναι και η εξεύρεση κατάλληλης γης για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σταθμών από άλλους επενδυτές, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στην έλλειψη αρκετών ώριμων έργων για συμμετοχή στις διαγωνιστικές διαδικασίες που προβλέπει η σχετική νομοθεσία για την ανάπτυξη των ΑΠΕ.
Γενικά στο σύνολο της χώρας με δεδομένους τους σημερινούς χωροταξικούς περιορισμούς, είναι πρακτικά αδύνατον να επιτευχθούν οι εθνικοί στόχοι για διείσδυση των ΑΠΕ και σχεδόν αδύνατη η αξιοποίηση τους προς όφελος του αγροτικού εισοδήματος. Σημειώνουμε ότι, με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η γεωργική έκταση που μένει ακαλλιέργητη είναι 88 φορές μεγαλύτερη από την έκταση που δεσμεύουν όλα τα φωτοβολταϊκά που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η γεωργική γη στην Ελλάδα ανέρχεται σε 32,5 εκατ. στρέμματα (στατιστικά για το 2016 δημοσιευμένα τον Σεπτέμβριο του 2018), εκ των οποίων καλλιεργούνται τα 29 εκατ. στρέμματα. Αυτό σημαίνει ότι τα φωτοβολταϊκά δεσμεύουν το 0,11% της γεωργικής γης ή αλλιώς το 0,03% της έκτασης της χώρας.
Πρόταση:
Για να μπορέσει να ενεργοποιηθεί εκ νέου η ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών και να επιτευχθούν οι εθνικοί στόχοι για τη διείσδυση των ΑΠΕ, προτείνουμε και εισηγούμαστε να επανέλθει το καθεστώς του Ν.3851/2010, σύμφωνα με το οποίο η συνολική έκταση που θα καταλαμβάνουν τα φωτοβολταϊκά που εγκαθίστανται σε γαίες υψηλής παραγωγικότητας δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 1% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων της συγκεκριμένης Περιφερειακής Ενότητας.
Ειδικότερα προτείνεται η παρακάτω διατύπωση:
“Επιτρέπεται υπό προϋποθέσεις η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς σε αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονται ως αγροτική γη υψηλής παραγωγικότητας. Στην περίπτωση αυτή, νέες προσφορές σύνδεσης χορηγούνται μόνον αν οι προς υλοποίηση φωτοβολταϊκοί σταθμοί για τους οποίους έχουν ήδη εκδοθεί δεσμευτικές προσφορές σύνδεσης από τον αρμόδιο Διαχειριστή συν οι ήδη εγκατεστημένοι σταθμοί επί εδάφους καλύπτουν εδαφικές εκτάσεις που δεν υπερβαίνουν το 1% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων της συγκεκριμένης Περιφερειακής Ενότητας. Για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου χρησιμοποιούνται τα πιο πρόσφατα κατά περίπτωση στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Για τον υπολογισμό της κάλυψης λαμβάνεται υπόψη η οριζόντια προβολή επί του εδάφους των φωτοβολταϊκών στοιχείων”.
Σύντομο ιστορικό
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2011, ψηφίστηκε ο Ν.4015/2011, το άρθρο 21 του οποίου προσπάθησε να δώσει διέξοδο σε πολλούς αγρότες λόγω των υφιστάμενων αγκυλώσεων που σχετίζονται με τις γαίες υψηλής παραγωγικότητας.
Ατυχώς, η ψηφισθείσα διάταξη διατυπώθηκε κατά τρόπο που δημιούργησε ένα νέο μεγάλο πρόβλημα και συγκεκριμένα ακύρωσε τη δυνατότητα εγκατάστασης φωτοβολταϊκών σε μικρό τμήμα των γαιών υψηλής παραγωγικότητας, όπως προέβλεπε ο Ν.3851/2010.
Ενώ βάσει του άρθρου 56§6 του Ν.2637/1998 (που έχει αντικατασταθεί από το Ν.2945/2001 και εν συνεχεία από το Ν.3851/2010) προβλέπεται η δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς σε αγροτεμάχια που χαρακτηρίζονται ως γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας, οπότε στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται η έκδοση άδειας αν οι σταθμοί αυτοί καλύπτουν εκτάσεις που δεν υπερβαίνουν το 1% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων του συγκεκριμένου νομού, ωστόσο προβλέπεται από το άρθρο 21 του Ν.4015/2011 ότι η συγκεκριμένη διάταξη θα τεθεί σε ισχύ 10 μέρες μετά από την δημοσίευση ΦΕΚ με ΚΥΑ βάσει του άρθρου 56§2 του Ν.2637/1998, όπως ισχύει, και η οποία θα καθορίζει τα γεωγραφικά όρια των αγροτεμαχίων υψηλής παραγωγικότητας. Προς το παρόν δεν έχει εκδοθεί ΚΥΑ για τα γεωγραφικά όρια και άρα πρακτικά απαγορεύεται η εγκατάσταση νέων φωτοβολταϊκών σε γαίες υψηλής παραγωγικότητες αλλά και η ανανέωση ΑΕΠΟ λειτουργούντων έργων που εγκαταστάθηκαν σε γαίες υψηλής παραγωγικότητας κάνοντας χρήση των διατάξεων του Ν.3851/2010.
Η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα πρέπει να θεωρείται αγροτοβιομηχανική δραστηριότητα για μια σειρά από λόγους. Τόσο η παραδοσιακή γεωργική πρακτική όσο και οι ΑΠΕ (άλλες άμεσα και άλλες έμμεσα) χρησιμοποιούν εκτάσεις γης για να μετατρέψουν την ηλιακή ακτινοβολία σε ένα χρήσιμο προϊόν. Στην περίπτωση της γεωργίας, η ηλιακή ακτινοβολία μετατρέπεται μέσω της φωτοσύνθεσης σε οργανική ύλη, ενώ στην περίπτωση των φωτοβολταϊκών, για παράδειγμα, σε ηλεκτρική ενέργεια. Μέρος του παραγόμενου τελικού προϊόντος (αγροτικά προϊόντα ή ενέργεια) καταναλώνεται από τους ίδιους τους αγρότες, ενώ το υπόλοιπο τροφοδοτείται σε άλλες περιοχές.
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, η διαφύλαξη της γης υψηλής παραγωγικότητας εξυπηρετεί και αναπτυξιακούς στόχους. Η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών (και άλλων μονάδων ΑΠΕ) μπορεί, ως δραστηριότητα συμβατή με τον αγροτικό χαρακτήρα μιας περιοχής, να συμβάλλει σε αυτή την αναπτυξιακή προοπτική. Δεδομένης της συρρίκνωσης του αγροτικού εισοδήματος και των ανακατατάξεων στη γεωργική παραγωγή που επιφέρει η αναθεώρηση της ΚΑΠ, είναι σημαντικό να διασφαλιστούν εναλλακτικές συμπληρωματικές πηγές εσόδων για τον αγροτικό πληθυσμό,προκειμένου αυτός να παραμείνει ενεργός και να μην υπάρχει αιμορραγία προς τα αστικά κέντρα. Η εκμετάλλευση των ΑΠΕ (ακόμη κι αν το εισόδημα των αγροτών διασφαλίζεται απλώς από την ενοικίαση ή πώληση μέρους του κλήρου τους και όχι από την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας από τους ίδιους) μπορεί να αποτελέσει μία σημαντική συμπληρωματική πηγή εσόδων, η οποία εν τέλει θα τους κρατήσει κοντά στη γη και στη βασική οικονομική τους δραστηριότητα.
Να σημειώσουμε επίσης ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, ενώ η συνταγματική επιταγή κρίνει ως ασυμβίβαστες ορισμένες χρήσεις (π.χ. κατοικία) σε γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας, εν τούτοις η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης καθιστά θεμιτές, ίσως μάλιστα και επιβεβλημένες παρεκκλίσεις ή αποκλίσεις από την προστασία της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας, εφόσον συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος τις δικαιολογούν.
Με βάση τον Ν.4414/2016, στόχος της Πολιτείας είναι: “η αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε., κατά προτεραιότητα, με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαφοροποίηση του εθνικού ενεργειακού μίγματος, την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και την ενίσχυση και ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας… στο πλαίσιο της ενιαίας πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, και την επίτευξη του στόχου συμμετοχής των Α.Π.Ε. στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας”. Είναι σαφές ότι μία “προτεραιότητα” πρέπει να διευκολύνεται, τη στιγμή μάλιστα που εξυπηρετεί το δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον».