Οι προβλέψεις του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για τη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου στην Ελλάδα κατά 50% μέχρι το 2030 και τον περιορισμό της από 6,98 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) το 2021 σε μόλις 3,2 bcm, αλλά και οι ιστορικά χαμηλότερες εισαγωγές ρωσικού αερίου, εξηγούν εν μέρει τόσο τα παζάρια της ΔΕΠΑ Εμπορίας με την Gazprom για τις περίφημες ρήτρες take or pay («καταναλώνεις ή πληρώνεις»), όσο και τις συνεχείς αναβολές στη λήψη τελικών επενδυτικών αποφάσεων (FID) για νέες επενδύσεις σε πλωτά τερματικά αερίου (FSRU).
Στην περίπτωση της ΔΕΠΑ Εμπορίας, οι ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου αντιπροσώπευαν το 29,5% των συνολικών εισαγωγών στο ελληνικό σύστημα το πρώτο εξάμηνο του 2023, το χαμηλότερο καταγεγραμμένο επίπεδο εδώ και δεκαετίες. Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ: «Στρατηγικός στόχος της ελληνικής κυβέρνησης είναι να απεξαρτηθεί πλήρως από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου σε όλες του τις μορφές το συντομότερο δυνατόν εντός της τρέχουσας δεκαετίας, στο πλαίσιο και της ευρωπαϊκής στρατηγικής του σχεδίου RepowerEU, που υιοθετήθηκε τον Μάϊο του 2022».
Ωστόσο, ενώ οι εξαγωγές μέσω ρωσικών αγωγών προς την Ελλάδα μειώθηκαν σχεδόν στο μισό κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023 (περίπου 43%), οι ρωσικές εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) αυξήθηκαν σημαντικά κατά την ίδια περίοδο σε σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του 2022 και αντιπροσωπεύουν το 18% όλων των φορτίων LNG που επαναεριοποιήθηκαν στον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας.
Υπό αυτό το πρίσμα εξελίσσεται και η διαπραγμάτευση ΔΕΠΑ Εμπορίας – Gazprom, με τη σημερινή σύμβαση να προβλέπει πως η ελληνική εταιρεία πρέπει να απορροφά περίπου 2 bcm τον χρόνο ή αλλιώς να πληρώνει για τις συγκεκριμένες ποσότητες. Πρόβλεψη που είχε αμφισβητηθεί ακόμα και όταν η αγορά φυσικού αερίου μεγάλωνε, η ΔΕΠΑ Εμπορίας είχε περιορισμένο ανταγωνισμό και οι τιμές των Ρώσων ήταν ελκυστικές. Η διαπραγμάτευση περιλαμβάνει και τις τιμές, καθώς η ελληνική πλευρά διεκδικεί τόσο καλύτερο τιμολόγιο για το 2024, όσο και αναδρομική επιστροφή χρημάτων από το 2021 (όταν υπεγράφη η αναθεωρημένη σύμβαση) μέχρι σήμερα.
Στην περίπτωση των FSRU, μετά την υλοποίηση του τερματικού της Αλεξανδρούπολης οι επενδύσεις που θα προχωρήσουν θα είναι αυτές που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό, απευθύνονται δηλαδή στις γειτονικές αγορές. Η Motor Oil, για παράδειγμα, χρειάστηκε να αλλάξει πλήρως τον προσανατολισμό του FSRU που προωθεί στην Κορινθία, με στόχο αποκλειστικά τις εξαγωγές αερίου, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει λάβει τελική επενδυτική απόφαση. Το ίδιο ισχύει και για άλλα σχέδια κατασκευής πλωτών τερματικών σταθμών αεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
Η δημιουργία κόμβου μεταφοράς αερίου για την Ευρώπη
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στο ΕΣΕΚ, το 2022, από τα 7,5 bcm που διακινήθηκαν στο ελληνικό Σύστημα Μεταφοράς, τα 2,6 bcm (35% του συνόλου) αφορούσαν διαμετακόμιση. Το πρώτο εξάμηνο του 2023, από τα συνολικώς διακινηθέντα 2,9 bcm, τα 0,85 bcm (ποσοστό 29,4%) αφορούσαν διαμετακόμιση. Η διαμετακόμιση φυσικού αερίου «αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω μετά την ολοκλήρωση των νέων πλωτών σταθμών LNG λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για απολιγνιτοποίηση αφενός και απεξάρτηση από τη ρωσική δίοδο φυσικού αερίου αφετέρου».
Για τον ίδιο λόγο «πραγματοποιούνται από τον ΔΕΣΦΑ αναβαθμίσεις της μεταφορικής ικανότητας του Συστήματος Μεταφοράς με εγκατάσταση νέων σταθμών συμπίεσης», με σκοπό η δυναμικότητα διαμετακόμισης να αυξηθεί μέχρι το 2026 στα 8,5 bcm ετησίως (από μόλις 3,1 bcm ετησίως σήμερα). Υπό κατασκευή είναι και ο νέος διασυνδετήριος αγωγός που θα συνδέσει τα συστήματα φυσικού αερίου Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, με δυνατότητα περαιτέρω επέκτασης στο Κόσοβο και στη Σερβία. Όπως επισημαίνεται στο ΕΣΕΚ, «η διαμετακόμιση φυσικού αερίου, εκτός των στρατηγικών στόχων της περιφερειακής ασφάλειας τροφοδοσίας που εξυπηρετεί, θα συμβάλει και στη διατήρηση σχετικής σταθερότητας των τιμολογίων μεταφοράς φυσικού αερίου κατά την περίοδο της ενεργειακής μετάβασης».
Στο ΕΣΕΚ τονίζεται πως «σταθερή επιδίωξή μας είναι να συνεχίσουμε να επενδύουμε στην περαιτέρω ανάδειξη της Ελλάδας σε κρίσιμο διαμετακομιστικό κόμβο φυσικού αερίου για τη μεταφορά μη-ρωσικού αερίου μέσω μη-ρωσικά ελεγχόμενων οδεύσεων και υποδομών, τόσο κατά μήκος του άξονα Ανατολής Δύσης, κάτι που επιτυγχάνεται και θα επιτευχθεί μέσω της υλοποιούμενης περαιτέρω αναβάθμισης του ΕΣΦΑ και της σχεδιαζόμενης αναβάθμισης του αγωγού ΤΑΡ (Trans Adriatic Pipeline), όσο και κατά μήκος του άξονα Νότου-Βορά, κάτι που επιτυγχάνεται και θα αυξηθεί μέσα από τη λειτουργία και τη σχεδιαζόμενη υλοποιούμενη αναβάθμιση του διασυνδετήριου αγωγού IGB με τη Βουλγαρία (IGB), του υπό κατασκευή διασυνδετήριου αγωγού IGNM με τη Βόρεια Μακεδονία (IGNM) και του υπό κατασκευή FSRU της Αλεξανδρούπολης».
Οι επενδύσεις
Όπως επισημαίνεται και στο νέο ΕΣΕΚ, από τις αρχές 2024 αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία ο νέος σταθμός FSRU στην Αλεξανδρούπολη, ο οποίος βρίσκεται υπό κατασκευή. Αναμένεται «η Τελική Επενδυτική Απόφαση για έναν ακόμα σταθμό FSRU στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας, κοντά στον υφιστάμενο σταθμό LNG της Ρεβυθούσας. Εκτιμώμενη ολοκλήρωση μέχρι το τέλος 2025/αρχές 2026. Ο σταθμός αυτός θα ενισχύσει την ασφάλεια τροφοδοσίας της Ελλάδος, αλλά και όλης της περιοχής της ΝΑ Ευρώπης, εν όψει του στόχου πλήρους απεξάρτησης όλης της περιοχής από τις οδεύσεις παροχής ρωσικού αερίου».
Τα δύο FSRU, «σε συνδυασμό με τους νέους σταθμούς συμπίεσης που ευρίσκονται υπό κατασκευή από τον ΔΕΣΦΑ και τις σχεδιαζόμενες αναβαθμίσεις του Συστήματος Μεταφοράς, θα δημιουργήσουν το κατάλληλο περιθώριο δυναμικότητας υποδομών και ανταγωνισμού, ώστε να επιτευχθούν ταυτόχρονα:
-
Η πλήρης ελευθερία της Ελλάδος ως προς τις προμήθειες φυσικού αερίου από οποιαδήποτε πηγή, ανάλογα με τα εμπορικά και στρατηγικά της συμφέροντα.
-
H ασφαλής τροφοδοσία της Ελλάδος σε όλες τις περιπτώσεις εκτάκτων συνθηκών ζήτησης ή προβλημάτων σε μια υποδομή εισαγωγής.
-
Η διαμετακόμιση LNG σε άλλες χώρες της Βαλκανικής (ή/και βορειότερα) και η συνεισφορά της Ελλάδος στην περιφερειακή ασφάλεια τροφοδοσίας και ανεξαρτησία από τις ρωσικές προμήθειες φυσικού αερίου.
-
Η εξισορρόπηση του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας σε περίπτωση που οι ΑΠΕ δεν παράγουν αρκετά.