«Κάθε συζήτηση για τη νησιωτικότητα και τη νησιωτική πολιτική εάν δεν λαμβάνει υπόψη τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ για το 2030 και τη Συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή είναι άσκοπη, διότι οι δύο αυτοί πυλώνες συνδέονται με τους διαθέσιμους πόρους, τη βιοποικιλότητα και την ποιότητα ζωής».
Αυτό ανέφερε ο Αν. ΥΠΕΝ, Σ. Φάμελλος, στο 1ο International Conference: Design and Management of Port, Coastal and Offshore Works, στο πλαίσιο διαλόγου με τον αναπληρωτή Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, στο Ίδρυμα Ευγενίδου με διοργάνωση από το Εργαστήριο Λιμενικών Έργων της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και το Πανεπιστήμιο Πατρών και με την υποστήριξη του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ) και του ΣΕΓΜ.
«Τα ελληνικά νησιά αποτελούν πολύτιμη περιουσία για τη χώρα μας όχι μόνο γιατί είναι η ναυαρχίδα του τουρισμού, αλλά και γιατί διαθέτουν πλούσιο οικολογικό απόθεμα», συνέχισε ο Σωκράτης Φάμελλος, προσθέτοντας ότι κάθε νησί συγκροτεί ένα μοναδικό αναπτυξιακό οικοσύστημα με τη δική του ταυτότητα. Όπως είπε, «η ιδιαιτερότητα και η διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει τα ελληνικά νησιά θέτει εκ των πραγμάτων το ζήτημα της φέρουσας ικανότητας, εάν δηλαδή θα έπρεπε να ρυθμιστεί η ανάπτυξη κάποιων νησιών στα όρια της φέρουσας ικανότητας, τροποποιώντας το αναπτυξιακό μοντέλο». Από την άλλη, τίθενται βασικά ζητήματα υποδομών, διότι υπάρχουν νησιά που δεν έχουν λιμάνια, ή κοινωνικές υποδομές και δεν εξασφαλίζουν σε όλους τους πολίτες ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά της ζωής. Υπήρχε όμως ένα λανθασμένο μοντέλο ανάπτυξης και συνεπώς, «δεν μπορούμε να επιτρέψουμε άλλο έναν αποσπασματικό σχεδιασμό, αμφισβητώντας την επάρκεια πόρων σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, διότι μια τέτοια επιλογή θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις και στην επιχειρηματικότητα και στην κοινωνία», εξήγησε ο Αν. ΥΠΕΝ.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη θαλάσσια στρατηγική και στον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, λέγοντας ότι αμφότερα κινούνται πλέον εντός του ευρωπαϊκού και εθνικού θεσμικού πλαισίου. «Η Ελλάδα είχε παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λόγω ελλειμμάτων και καθυστερήσεων στη θαλάσσια στρατηγική, όμως πλέον, από το 2018, είμαστε η τρίτη ευρωπαϊκή χώρα που υπέβαλε Έκθεση Αξιολόγησης για την κατάσταση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, ενώ από το 2017 έχουμε θαλάσσια στρατηγική που συνδέεται και με τη διαχείριση απορριμμάτων και με τη ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος», επεσήμανε ο Αν. ΥΠΕΝ, προσθέτοντας ότι στην Ευρώπη αναπτύσσεται ένα καινούργιο κεφάλαιο για τη θαλάσσια στρατηγική που συνδέεται με τη διαχείριση των πλαστικών, ιδιαίτερα των πλαστικών μιας χρήσης.
«Στη χώρα μας, μετά την εφαρμογή του μέτρου, η μείωση της χρήσης λεπτής πλαστικής σακούλας ξεπέρασε στο 70%. Όμως από τις ακτές μας συλλέγουμε πλαστικά απορρίμματα σε ποσοστό πάνω από το 80%. Άρα, πρέπει να συζητήσουμε όλοι και όλες το πώς η αλλαγή του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου μπορεί να δώσει επιπλέον υπεραξία στα νησιά μας, πώς οι διαθέσιμοι πόροι κάθε νησιού θα τροφοδοτήσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη – είτε μιλάμε για ενέργεια είτε για ανακύκλωση είτε για αφαλάτωση ή επαναχρησιμοποίηση του θαλάσσιου νερού κ.λπ. Και, βέβαια, το μοντέλο της κυκλικής οικονομίας στα νησιά επιβάλλει μεταξύ άλλων τη χωριστή συλλογή οργανικού και τροφίμων, όπως και των κλαδεμάτων ή των υπολειμμάτων των αγροτικών καλλιεργειών, χωρίς να εισέρχονται πλέον στο ρεύμα σύμμεικτων απορριμμάτων. Δεν μπορούμε να έχουμε μεικτή συλλογή στα νησιά τα οποία εμφανίζουν έλλειμμα οργανικού υλικού και μετά να ψάχνουμε άργιλο για να σκεπάσουμε χωματερές ή ΧΥΤΑ. Αυτό είναι το απόλυτο αδιέξοδο και η απόλυτη τρέλα», σχολίασε ο Αν. ΥΠΕΝ.
Στο καίριο ζήτημα της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, ο Σωκράτης Φάμελλος ανέφερε τα Σχέδια που υλοποιούνται από τις Περιφέρειες και αφορούν στην ανθεκτικότητα των υποδομών, είτε μιλάμε για λιμάνια είτε για ακτές. «Πρέπει να περάσουμε άμεσα σε δράσεις πρόληψης και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Και αυτό θα αποτελέσει υποχρεωτικό κριτήριο χρηματοδότησης των έργων για τα επόμενα χρόνια», σημείωσε. «Εάν, λοιπόν, κάποιος θέσει το ερώτημα πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε νέο αναπτυξιακό προϊόν στα νησιά, με βάση τους κανόνες της βιώσιμης ανάπτυξης και σεβόμενοι τη Συμφωνία για την Κλιματική Αλλαγή, η απάντηση είναι μέσα από την προστασία και την αξιοποίηση του περιβάλλοντος», συνέχισε, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα έχει πλέον ολοκληρώσει τον κατάλογο των περιοχών Natura 2000, εντός του οποίου ανήκει το 22% των εθνικών υδάτων.
«Το ερώτημα και το στοίχημα, λοιπόν, είναι πώς θα καταφέρουμε τη σύνδεση της βιοποικιλότητας, τις προστατευόμενες περιοχές και τα προστατευόμενα είδη με το τοπικό προϊόν κάθε περιοχής, στο οποίο θα δώσουμε ονομασία προέλευσης ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστικό στο εξωτερικό, αλλά και συμπληρωματικό προϊόν σε αυτό του τουρισμού», κατέληξε ο Αν. ΥΠΕΝ. «Η αναπτυξιακή πολιτική της Ελλάδας σαφώς περιλαμβάνει το τρίπτυχο νησιωτικότητα – κυκλική οικονομία – βιώσιμη ανάπτυξη και το στοίχημα είναι πώς θα κινητοποιήσουμε τους επιστήμονες και τους παραγωγούς να συμμετέχουν σε αυτή την πρόκληση, προς όφελος των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών».