Από την 1η Ιανουαρίου 2017 τέθηκε και επίσημα σε ισχύ νέο πλαίσιο στήριξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην Ελλάδα, το οποίο είναι πλήρως εναρμονισμένο με τις ευρωπαϊκές οδηγίες. Με το νέο αυτό καθεστώς, η χώρα ακολουθώντας την παγκόσμια τάση εγκαταλείπει το σύστημα εγγυημένων τιμών (Feed-in-Tariffs) και στρέφεται προς έναν μηχανισμό βασισμένο στην αγορά τις ανταγωνιστικές διαδικασίες (competitive tenders).

Ειδικότερα, μέσω των ανταγωνιστικών διαδικασιών υποβολής προσφορών (τεχνολογικά ουδέτερων ή/και ανά τεχνολογία) θα προκύπτει μια «ειδική τιμή» την οποία θα λαμβάνουν οι ΑΠΕ από την συμμετοχή τους στην αγορά. Εκτός από την ειδική τιμή, κάθε μονάδα ηλεκτρικής ενέγειας (MWh) που παράγεται από τις ΑΠΕ, θα λαμβάνει ως αποζημίωση και μια Διαφορική Προσαύξηση (Feed-in-Premium).

Το νέο αυτό πλαίσιο εκτιμάται ότι θα βοηθήσει την Ελλάδα να αναπτύξει περίπου 2.5GW νέας ισχύος, από ανανεώσιμες πηγές και να επιτύχει τους εθνικούς στόχους που έχει θέσει μέχρι το 2020, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα το κόστος.

Τι περιμένει όμως η αγορά από το νέο αυτό σύστημα;

Οι ανταγωνιστικέςς αυτές διαδικασίες (στις διάφορες μορφές) συνιστούν την προτιμώμενη επιλογή για την κατανομή μακροπρόθεσμων συμβάσεων σε έργα ΑΠΕ σε πολλά μέρη του κόσμου τα τελευταία 4-5 χρόνια. Και αυτό γιατί όπου έχουν λάβει χώρα, τόσο σε ανεπτυγμένες όσο και σε αναπτυσσόμενες χώρες, έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση του κόστους ανάπτυξης των ΑΠΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Μεξικό, όπου το μέσο Σταθμισμένο Κόστος Ενέργειας (Levelised Cost of Electricity – LCOE) ενός φωτοβολταϊκού πάρκου ισχυος >1ΜW το 2016, εκτιμώταν στα $90/MWh όταν η Enel Green Power κέρδισε την μειοδοτικη διαδικασία με $36/MWh.

Αν και υπάρχουν ορισμένες «ειδικές συνθήκες» πίσω από προσφορές-ρεκόρ όπως της Enel στο Μεξικό (όπως το εξαιρετικά χαμηλό κόστος χρηματοδότησης) είναι σε κάθε περίπτωση ενδεικτικές των οικονομικών ωφελειών που απορρέουν από την καθιέρωση των ανταγωνιστικών διαδικασιών.

Συγκεκριμένα:

– Επιτρέποντας τον άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ των υποψηφίων παραγωγών ενέργειας, οι ανταγωνιστικές διαδικασίες αποκαλύπτουν το πραγματικό κόστος ανάπτυξης των τεχνολογιών. Έτσι αντανακλούν τόσο την μείωση του κόστους των τεχνολογιών όσο και της χρηματοδότησης που απορρέει από την ωρίμανση τους.

– Οι μειοδοτικές διαδικασίες περιορίζουν τις πιθανότητες υπερβολικής επιδότησης εκ μέρους της κυβέρνησης, λόγω έλλειψης πληροφόρησης.

– Τέλος, οι διαδικασίες αυτές χρησιμοποιούνται και για την αποδοτικότερη κατανομή του κεφαλαίου στις διάφορες τεχνολογίες.

Η πρώτη πιλοτική εφαρμογή του νέου πλαισίου πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο το 2016 με ανταγωνιστικές διαδικασίες για φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, και τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά. Συγκεκριμένα οι επιτυχείς προσφορές για τις εγκαταστάσεις μεγαλύτερες από 1ΜW, κυμάνθηκαν μεταξύ 80 και 88 ευρώ/MWh (με το ανώτατο όριο να έχει τεθεί στα 94 ευρώ/MWh) ενώ για εγκαταστάσεις 0,5-1MW, στα 95-104 ευρώ/MWh (με το ανώτατο όριο να έχει τεθεί στα 104 ευρώ/MWh). Ωστόσο, οι προσφορές δεν προσέγγισαν σε καμία περίπτωση τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές που έχουν καταγραφεί τα τελευταία δύο χρόνια σε αντίστοιχες διαδικασίες, όπως στο Ντουμπάι ($30/MWh – 27ευρώ/MWh), Αμπου Ντάμπι ($29/MWh – 26 ευρώ/MWh) και στην Γερμανία (Phase IV – $66/MWh – 59 ευρώ/MWh).

Για την εξέλιξη αυτή υπάρχουν δύο βασικοί παράγοντες

Ο πρώτος έχει να κάνει με το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής, γεγονός που οφείλεται, εν μέρει, στο ότι η κυβέρνηση ανακοίνωσε τον πιλοτικό πλειστηριασμό τον Αύγουστο και κατά συνέπεια δεν υπήρχε αρκετός χρόνος προετοιμασίας για την ανάπτυξη νέων έργων. O δεύτερος είναι το υψηλό κόστος χρηματοδότησης, ως αποτέλεσμα του υψηλού κόστους δανεισμού.

Είναι γνωστό ότι ο εγχώριος κλάδος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας βρίσκεται σε εύθραυστη κατάσταση, μετά τις αναδρομικές περικοπές των επιδοτήσεων το 2013, οι οποίες οδήγησαν σε δραματική μείωση των επενδύσεων και κατά συνέπεια της δραστηριότητας. Η αλλαγή του πλαισίου στήριξης των ΑΠΕ, στοχεύει στο να επιτύχει την βέλτιστη αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Εάν δε περιοριστεί η αβεβαιότητα που επικρατεί στο χρηματοοικονομικό τομέα τότε η πιθατότητα τόνωσης των επενδύσεων και επίτευξης των εθνικών στόχων για την ανάπτυξη των ΑΠΕ μέχρι το 2020, αυξάνεται σημαντικά.


Άρθρο της Έλενας Γιαννακοπούλου. Είναι επικεφαλής της ομάδας των Οικονομικών της Ενεργειας (Energy & Economics) και της μακροπρόθεσμης ανάλυσης των ενεργειακών αγορων στην εταιρεία Bloomberg New Energy Finance στο Λονδίνο. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο amna.gr (Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων).