Ο Ιανουάριος ήταν ο πρώτος μήνας εφαρμογής των «πολύχρωμων» τιμολογίων, που συνοδεύτηκε με κατάργηση των έκτακτων μέτρων, τα οποία εφαρμόστηκαν εξαιτίας των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης. Στο συγκεκριμένο μήνα, ωστόσο, καταγράφηκε υποχώρηση των τιμών.
Μεγάλο ρόλο στην πτώση των τιμών το προηγούμενο διάστημα στην Ευρώπη, διαδραμάτισε κυρίως το γεγονός πως δεν παρατηρήθηκαν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Για το λόγο αυτό καταγράφηκε συγκρατημένη ζήτηση ενέργειας, επομένως διατηρήθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα η αποθήκευση φυσικού αερίου, στις εγκαταστάσεις των κρατών μελών της Ε.Ε.
Σύμφωνα με το Household Energy Price Index for Europe (HEPI) η μέση τιμή λιανικής ήταν χαμηλότερη κατά 15%, σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν. Το Κίεβο φαίνεται να έχει τη φθηνότερη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας και ακολουθούσε η Βουδαπέστη και το Βελιγράδι, ενώ Δουβλίνο και Λονδίνο αποτελούσαν τις πιο ακριβές χώρες, σύμφωνα με τα στοιχεία του Household Energy Price Index for Europe (HEPI).
Στην Αθήνα, η τιμή της κιλοβατώρας διαμορφώθηκε στα 23,80 λεπτά, και βρίσκεται στις15η θέση, ανάμεσα σε 33 πρωτεύουσες. «Πάνω από το 1/3 των υπό εξέταση πρωτευουσών παρουσίασαν κάποιο βαθμό αύξησης των τιμών, με πιο σημαντική στη Βέρνη, ενώ μειώσεις, πιο περιορισμένης κλίμακας, παρατηρήθηκαν σε 10 από τις 33 πρωτεύουσες», αναφέρει το HEPI.
Παράλληλα, στη χώρα μας μειώθηκε κατά 10% η τιμή τουφυσικού αερίου. Τον προηγούμενο μήνα στις χώρες της Ε.Ε. παρατηρήθηκε οριακή αύξηση σε σχέση με το Δεκέμβριο, «κατά συνέπεια, παραμένει η γενική σταθερότητα των τιμών, παρά το γεγονός ότι θεωρητικά βρισκόμαστε στην κορύφωση της περιόδου θέρμανσης».
Η Ελλάδα, πάντως, συνεχίζει να συγκαταλέγεται στις χώρες με τιςπιο ακριβές χονδρικές τιμές ρεύματος. Σύμφωνα στοιχεία του ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας τον Ιανουάριο η χονδρική τιμή ρεύματος ανήλθε στα 93,02 ευρώ ανά μεγαβατώρα τοποθετώντας τη χώρα στις πρώτες θέσεις της Ευρώπης.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούσαν το 41% του ενεργειακού μείγματος της χώρας για τον Ιανουάριο. Το ποσοστό του φυσικού αερίου διαμορφώθηκε στο 30%. Στο 16% ήταν τις εισαγωγές. Στο 6% υπολογίστηκε η υδροηλεκτρική ενέργεια και στο 4% η λιγνιτική παραγωγή.