Το παράδοξο της πράσινης μετάβασης αλά ελληνικά: Την ώρα που οι ΑΠΕ αυξάνονται δραστικά και καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του ενεργειακού μείγματος, το σύστημα δείχνει ανέτοιμο να διαχειριστεί τη μεγάλη αυτή διείσδυση των ΑΠΕ, επειδή δεν υπάρχουν επαρκείς υποδομές αποθήκευσης, δημιουργώντας ερωτηματικά για την ευστάθεια του. Έτσι, για να αποφύγουμε ένα γενικό μπλακάουτ, πρέπει να βάζουμε «στοπ» στις ΑΠΕ, προκειμένου να δουλεύουν οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο ή λιγνίτη.
Σημειώνοντας σταθερά ανοδική τροχιά οι ΑΠΕ έφθασαν το 2022 να καταγράφουν εγκατεστημένη ισχύ 10,6 GWκαι ξεπέρασαν το 40% του ενεργειακού μείγματος. Έτσι, από τις 10.000 GWh που έδιναν συνολικά το 2018 μέσα σε μία πενταετία έφθασαν τις 17.500 GWh το 2022. Μάλιστα, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκαςσημείωσε πρόσφατα πως η Ελλάδα είναι η 8η χώρα στον κόσμο σε ρυθμούς αύξησης της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό της μείγμα.
Και μπορεί αυτά να είναι πολύ θετικά αποτελέσματα για το πλάνο της πράσινης μετάβασης του ενεργειακού μείγματος, εντούτοις ο ΑΔΜΗΕ έχει βρεθεί εδώ και μήνες να κάνει ασκήσεις ισορροπίας προκειμένου να αποφευχθεί ένα ατύχημα που θα αφήσει τη χώρα στο σκοτάδι.
Το θέμα πήρε μεγάλες διαστάσεις μετά τη σχετική τοποθέτηση του αντιπροέδρου του ΑΔΜΗΕ κ. Ιωάννη Μάργαρη,ο οποίος τόνισε ότι η αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ δεν αφήνει χώρο στο σύστημα για τις θερμικές συμβατικές μονάδες«δημιουργώντας μία κατάσταση στο Κέντρο Ελέγχου λειτουργίας του ηλεκτρικού συστήματος που ξεπερνά κάθε προηγούμενο κανόνα λειτουργίας που γνωρίζαμε».
Έτσι, ο ΑΔΜΗΕ τις μέρες που η παραγωγή των ΑΠΕ είναι ιδιαίτερα αυξημένη αναγκάζεται να προβαίνει, σύμφωνα με τον κ. Μάργαρη «σε ενέργειες για να αποφύγουμε ένα blackout, καθώς κατά τη φάση της απόσυρσης των συμβατικών μονάδων, εάν υπάρξει μία απώλεια μονάδας ή κάποιο συμβάν στο σύστημα, εκεί το ρίσκο για ένα tripledowneffect είναι πάρα πολύ υψηλό».
Το πρόβλημα δημιουργείται όταν η αυξημένη παραγωγή των ΑΠΕ, σε περιόδους με καλές καιρικές συνθήκες, συνδυάζεται με περιορισμένη ζήτηση, όπως συμβαίνει στις περιόδους των εορτών του Πάσχα. Με δεδομένο ότι οι ΑΠΕ μπαίνουν κατά προτεραιότητα στο σύστημα, τις ημέρες που υπάρχει πλεονασματική παραγωγή μαζί με μειωμένη ζήτηση, τότεδεν υπάρχει χώρος στο σύστημα για τις θερμικές μονάδες, ούτε για να λειτουργούν ως εφεδρείες, αφήνοντας «στον αέρα» το σύστημα της χώρας εάν υπάρξει κάποια απότομη αλλαγή των καιρικών συνθηκών, που θα ρίξει απότομα την παραγωγή των ΑΠΕ.
Για τον λόγο αυτό, τελικά το σύστημα οδηγείται στο να «κόβει» τις ΑΠΕ προκειμένου να μπορούν να δουλεύουν τουλάχιστον εντός ενός ελάχιστου τεχνικού ορίου οι μονάδες λιγνίτη και φυσικού αερίου. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς, εάν οι μονάδες αυτές δεν είναι σε λειτουργία και πρέπει να συνδράμουν ξαφνικά στο σύστημα, θα χρειαστούν κάποια ώρα προκειμένου να μπορέσουν να λειτουργήσουν χάνοντας χρόνο που μπορεί να είναι κρίσιμος.
Έτσι, τελικά ΡΑΕ, ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ αποφάσισαν να λάβουν προληπτικά μέτρα για τη θωράκιση του ηλεκτρικού συστήματος σε συνθήκες χαμηλής κατανάλωσης και υψηλής παραγωγής από ΑΠΕ και συμφώνησαν σε περικοπές παραγωγής ΑΠΕ σε ώρες με έντονη ηλιοφάνεια ή/και ισχυρούς ανέμους κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του φθινοπώρου. Παράλληλα, εάν κριθεί απαραίτητο, ο ΑΔΜΗΕ θα προχωράει και σε ολιγόωρους περιορισμούς των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας.
Έως σήμερα, ο ΑΔΜΗΕ έκανε ήδη ορισμένες περικοπές σε ΑΠΕ σε περιοχές με μεγάλη παραγωγή από μεγάλα έργα, όπως για παράδειγμα στην Εύβοια, δημιουργώντας μία «ανισορροπία» στην αγορά, καθώς αυτές οι μονάδες ήταν εκείνες που έχαναν έσοδα και έπρεπε να επωμιστούν το «βάρος» του προβλήματος. Και ενώ με τους «μεγάλους» της αγοράς πρέπει να υπάρξει ένα πλαίσιο στο πως θα γίνονται οι περικοπές, ο πονοκέφαλος για τους Διαχειριστές, και κυρίως για τον ΔΕΔΔΗΕ είναιοι «μικροί» που δεν φαίνονται και στο σύστημαπροκειμένου να μπορεί ο Διαχειριστής να περιορίσει και εκεί την παραγωγή. Έτσι, υπάρχουν κυρίως μικρά φωτοβολταϊκά έργα σχεδόν 6 GW που μπαίνουν με προτεραιότητα στο σύστημα χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να ενταχθούν στο μέτρο των περικοπών.
Πέραν των βραχυπρόθεσμων μέτρων, σαν εκείνα που πήραν τώρα, ΡΑΕ, ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ, το πρόβλημα αυτό υπενθυμίζει με ιδιαίτερη ένταση την ανάγκη δημιουργίας των κατάλληλων υποδομών προκειμένου η πράσινη μετάβαση να μπορεί να γίνει αποτελεσματικά και με ασφάλεια.
Η ανάπτυξη των εγκαταστάσεωναποθήκευσης αποτελεί μία ικανοποιητική απάντηση σε προβλήματα όπως το παραπάνω, εντούτοις ακόμα δεν έχει προχωρήσει. Μιλώντας πρόσφατα, ο υπουργός Ενέργειας, κ. Κώστας Σκρέκας σημείωσε ωστόσο πως δρομολογείται η δημιουργία εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας 1.550 MW , ενώ με βάση το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ προβλέπεται η δημιουργία εγκαταστάσεων 8.000 ΜW έως το 2030. Παράλληλα, όπως είπε, σχεδιάζεται η αναβάθμιση του εγχώριου ηλεκτρικού δικτύου, όπως και οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις με γειτονικές χώρες.
Το ενδιαφέρον από την αγορά για μονάδες αποθήκευσης είναι ήδη μεγάλο όπως αποτυπώνεται και στις άδειες που έχει χορηγήσειη ΡΑΕ και φθάνουν στα 22,5 GW.Πρόσφατα, εξάλλου, ολοκληρώθηκαν οι συζητήσεις με την Κομισιόν για έγκριση του ελληνικού σχήματος για την υλοποίηση έργων έως 900 MW αποθήκευσης ενώ μέσα στους επόμενους μήνες πρόκειται να γίνει οπρώτος διαγωνισμός για έργα έως τα 450 MW που θα λάβουν ενίσχυση έως 40% από τα κονδύλια των 200 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.