Η KPMG, σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ολοκλήρωσε τη μελέτη “The Greek electricity system evolution & the electricity highway to Central Europe” για να διερευνήσει τα μακροπρόθεσμα οφέλη που προκύπτουν από την κατασκευή και λειτουργία μιας ηλεκτρικής διασύνδεσης της Ελλάδας με την Κεντρική Ευρώπη – χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον “South East–North Electricity Highway” (SENEH), χωρητικότητας 9GW, μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας.
Απώτερος στόχος αυτής της ανάλυσης είναι να εκτιμηθεί το συνολικό όφελος στο κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας για τους τελικούς καταναλωτές καθώς και σε επίπεδο εθνικής οικονομίας που προκύπτει από την κατασκευή και λειτουργία μιας τέτοιας διασύνδεσης. Πραγματοποιήθηκαν λεπτομερείς προσομοιώσεις της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με χρήση εξειδικευμένου λογισμικού προσομοίωσης υπό ρεαλιστικά σενάρια εξέλιξης της αγοράς λαμβάνοντας υπόψη τις κύριες διατάξεις του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου Ενέργειας και Κλίματος (ΕΣΕΚ) για ένα χρονικό ορίζοντα 30 ετών (2026-2055).
Το υπόβαθρο της μελέτης
Ο κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για τα διευρωπαϊκά ενεργειακά δίκτυα (Trans-European Energy Networks – TEN-E) που τέθηκε σε ισχύ το 2013 και αναθεωρήθηκε το 2022 θέτει κανόνες για την έγκαιρη ανάπτυξη και διαλειτουργικότητα των Ευρωπαϊκών δικτύων ενέργειας και υποστηρίζει την επίτευξη των στόχων της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ. Συγκεκριμένα, τη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς ενέργειας προς τη σύγκλιση των τιμών σε ολόκληρη την ΕΕ, τη βελτίωση της ασφάλειας του εφοδιασμού, την επιτάχυνση της ανάπτυξης έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς και την προώθηση της εξοικονόμησης ενέργειας, της ενεργειακής αποδοτικότητας και της διασύνδεσης των ενεργειακών δικτύων.
Στο παραπάνω πλαίσιο, οι προγραμματισμένες και νέες γραμμές διασυνοριακής διασύνδεσης μεταξύ των χωρών της ΕΕ (γνωστές επίσης και ως “electricity highways”) συγκαταλέγονται στις πιο ελπιδοφόρες και εφικτές επιλογές για την επίτευξη των ενεργειακών και κλιματικών στόχων του 2030, καθώς και του βασικού στόχου για την κλιματική ουδετερότητα του 2050. Οι τεχνολογίες αυτές έχουν σαν στόχο την μεταφορά υψηλών ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας που παράγονται από μονάδες ΑΠΕ και την προώθηση της ενοποίησης των ηλεκτρικών αγορών της ΕΕ.
Τα βασικά ευρήματα της μελέτης είναι τα παρακάτω:
-
Κοιτώντας από τη σκοπιά της λειτουργίας του συστήματος, η ηλεκτρική διασύνδεση με την κεντρική Ευρώπη επιτρέπει ακόμη μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ, συμβάλλει στην ασφάλεια εφοδιασμού και ενισχύει τη σταθερότητα του συστήματος.
-
Από οικονομικής πλευράς, η διασύνδεση καταργεί την ανάγκη για εξωτερικούς μηχανισμούς στήριξης καθιστώντας εμπορικά βιώσιμες τις νέες μονάδες φυσικού αερίου συνδυασμένου κύκλου αλλά και τις εφαρμογές αποθήκευσης μπαταριών. Φαίνεται δε ότι ο συνδυασμός μιας τέτοιας διασύνδεσης με τεχνολογίες αποθήκευσης μεγιστοποιεί την αξία που προκύπτει για τους καταναλωτές και την εθνική οικονομία.
-
Ταυτόχρονα, παρατηρείται μια σημαντική μείωση στο κόστος ηλεκτρισμού που καλούνται να πληρώσουν οι τελικοί καταναλωτές. Συγκεκριμένα, για το διάστημα 2026 έως 2055 παρατηρείται μια μείωση -4,9% μέχρι και -13,3% ανάλογα με το σενάριο που εξετάζεται και συγκρινόμενα με το βασικό (baseline) σενάριο.
-
Εκτός από τους τελικούς καταναλωτές, η συγκεκριμένη διασύνδεση εκτιμάται πως θα αποφέρει έως και 8,1 δις € στην εθνική οικονομία για το διάστημα 2026 – 2055, εκφρασμένο σε καθαρή παρούσα αξία.
-
Η συνολική αξία που δημιουργείται για την Ελληνική οικονομία (λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση τιμών για τους τελικούς καταναλωτές αλλά και το εθνικό πλεόνασμα λόγω αυξημένων εξαγωγών) αποτιμάται σε έως και 17,5 δις € για το διάστημα των 30 ετών, εκφρασμένο και πάλι σε καθαρή παρούσα αξία, ξεπερνώντας κατά πολύ το κόστος επένδυσης μιας τέτοιας υποδομής.
-
Τέλος, η σημαντική αύξηση των εξαγόμενων ποσοτήτων ενέργειας από την Ελλάδα προς την κεντρική Ευρώπη βοηθά στη μείωση των τιμών ηλεκτρισμού και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες αλλά υποστηρίζει και ένα από τα βασικά ζητούμενα που είναι η ενοποίηση των αγορών.