Ο κλάδος του αλουμινίου που είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικός και εξαγωγικός, χαρακτηρίζεται από μεγάλη ανομοιογένεια ως προς το μέγεθος των επιχειρήσεων, καθώς περιλαμβάνει από τη μία πλευρά μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και από την άλλη μικρές βιοτεχνίες που διασκορπισμένες σε όλη την ελληνική επικράτεια.  
Σύμφωνα με την Ελληνική Ένωση Αλουμινίου (Ε.Ε.Α.), ο κλάδος του αλουμινίου αποτελείται από 3.000 επιχειρήσεις σε όλα τα στάδια μεταποίησης και εμπορίου και απασχολεί έμμεσα ή άμεσα 30.000 άτομα περίπου. Οι παραγωγικές μονάδες διαθέτουν ιδιόκτητα δίκτυα διανομής και παρουσία σε περισσότερες από 50 χώρες.
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη της ICAP CRIF για την Έλαση-Διέλαση Αλουμινίου, οι πωλήσεις πρωτόχυτου αλουμινίου το 2021 σημείωσαν αύξηση κατά 4%, με τις εξαγωγές να αντιπροσωπεύουν το 50% των συνολικών πωλήσεων, σύμφωνα με την Ε.Ε.Α.. Οι πωλήσεις προϊόντων πρώτης μεταποίησης, το 2021 σημείωσαν αύξηση κατά 18% και απευθύνονται κυρίως στις διεθνείς ανταγωνιστικές αγορές με τις εξαγωγές να αντιπροσωπεύουν το 82% των συνολικών πωλήσεων. Η Ελλάδα κατέχει την 7η θέση μεταξύ των κορυφαίων παραγωγών πρωτόχυτου αλουμινίου στην Ευρώπη.
Αναφορικά με την πρώτη μεταποίηση, οι συνολικές πωλήσεις προϊόντων έλασης εκτιμάται ότι ανήλθαν σε περίπου 310.000 τόνους το 2020 σε Ελλάδα και εξωτερικό παραμένοντας στα ίδια περίπου επίπεδα σε το 2019. Ωστόσο το 2021 ανέκαμψαν, σημειώνοντας σημαντική αύξηση κατά 18% σε σχέση με το 2020. Σύμφωνα με εκτιμήσεις το 88% της συνολικής παραγωγής εξάγεται, ενώ η κύρια χρήση των προϊόντων έλασης στην εγχώρια αγορά είναι η συσκευασία και ακολουθούν η οικοδομή και οι κατασκευές. Στις εξαγωγές, η κύρια χρήση αφορά τη συσκευασία και ακολουθεί η χρήση από τη βιομηχανία μεταφορών.
Οι συνολικές πωλήσεις προϊόντων διέλασης εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 150.000 περίπου τόνους το 2020 σε Ελλάδα και εξωτερικό, αυξημένες κατά 5,5% έναντι του 2019. Το 2021 παρουσίασαν νέα σημαντική αύξηση της τάξεως του 19% σε σχέση με το 2020 με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να κατευθύνεται για χρήση στην οικοδομή. Το 71% των συνολικών πωλήσεων αφορά εξαγωγές, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 15% το 2021/2020 και κατευθύνθηκαν κυρίως (60% περίπου) στις αγορές της Δυτικής Ευρώπης.
Κύριος παράγοντας που επηρεάζει τη ζήτηση του αλουμινίου είναι η εξέλιξη της οικοδομικής δραστηριότητας, η οποία εμφανίζει ανάκαμψη από το 2017, μετά τη συνεχόμενη κατακόρυφη πτώση της περιόδου 2010-2016, όπου είχε σημειώσει σωρευτική μείωση 76,9% βάσει επιφάνειας, 71,9% βάσει όγκου και 74,5% βάσει αδειών. Το 2021 σε σύγκριση με το 2020, τα μεγέθη της οικοδομικής δραστηριότητας εμφανίζουν κατακόρυφη αύξηση κατά 26,8% βάσει αριθμού αδειών, 47,2% βάσει επιφάνειας και 45,9% βάσει όγκου.
Η υλοποίηση από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας του προγράμματος «Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον» το οποίο αφορά την επιδότηση παρεμβάσεων εξοικονόμησης ενέργειας σε κτίρια κατοικιών αλλά και οι επενδύσεις στον κατασκευαστικό κλάδο και σε μεγάλα έργα στηρίζουν εξίσου σημαντικά τη ζήτηση για τα προϊόντα του εξεταζόμενου κλάδου. Επισημαίνεται ότι το 2022 αναμένεται σημαντική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων από το ΕΣΠΑ 2021-2027, Ελλάδα 2.0: Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το Ταμείο Ανάκαμψης.
Οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών διέλασης αλουμινίου ακολουθούν συνεχώς ανοδική πορεία την περίοδο 2016 – 2020, σημειώνοντας μέσο ρυθμό αύξησης 10% περίπου το ίδιο διάστημα. Τονίζεται ότι οι εταιρείες του κλάδου σημείωσαν τη μεγαλύτερη αύξηση την διετία 2017-2018, γεγονός που συμπίπτει με την άνοδο της οικοδομικής δραστηριότητας.
Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων έλασης αλουμινίου παρουσιάζουν ανοδική πορεία την περίοδο 2016-2018, σημειώνοντας υψηλό μέσο ρυθμό αύξησης (36,4%). Αντίθετα, τη διετία που ακολούθησε (2019-2020) εμφάνισαν μείωση στις πωλήσεις τους με μέσο ρυθμό -3,0%.
Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού, ο οποίος συντάχθηκε βάσει δείγματος 15 επιχειρήσεων διέλασης αλουμινίου, προκύπτουν τα εξής: το σύνολο του ενεργητικού παρουσίασε σημαντική αύξηση κατά 12,9% το 2020/2019, λόγω της αύξησης κυρίως των ταμειακών διαθεσίμων και των απαιτήσεων.
Τα συνολικά ίδια κεφάλαια διευρύνθηκαν κατά 9,9% την ίδια περίοδο. Οι μέσο-μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις και προβλέψεις σημείωσαν κατακόρυφη αύξηση, ενώ οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις συρρικνώθηκαν (-33,5%) το τελευταίο έτος. Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν οριακά (+0,8%), τα δε μικτά κέρδη βελτιώθηκαν κατά 7,7% το 2020/2019. Τα συνολικά καθαρά (προ φόρου) κέρδη των επιχειρήσεων καθώς και τα EBITDA παρουσίασαν σημαντική αύξηση το 2020 έναντι του προηγουμένου έτους.