Λίγο πριν σβήσουν οριστικά τα εμβληματικά φουγάρα των λιγνιτικών μονάδων της πόλης,ηΜεγαλόποληγίνεται η πρώτη περιοχή της Πελοποννήσου, που αποκτά πρόσβαση στοφυσικό αέριο.Η σύνδεση της συγκεκριμένης περιφέρειας μεένα ενεργειακό προϊόν σαφώς φιλικότερο προς το περιβάλλονσε σχέση με τον λιγνίτη αποτελεί ένασυμβολικό βήμα στη διαδικασίααπολιγνιτοποίησηςτης χώρας μας, που έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί έως το 2028.
Στο πλαίσιο αυτό, το υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων ενέταξε σε πρόγραμμα συγχρηματοδότησης από τοΕυρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης την ανάπτυξη του δικτύου φυσικού αερίου χαμηλής και μέσης πίεσης στην πόλη. Η χάραξη του δικτύου θα καλύψει χωροταξικά την περιοχή με το συνολικό μήκος των αγωγών χαμηλής πίεσης να ανέρχεται σε 39.635 μέτρα.
Με την ανάπτυξη του δικτύου διανομής στην Μεγαλόπολη θα δοθεί η δυνατότητα στους κατοίκους της πόλης αλλά και στις επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στον αστικό ιστό της να χρησιμοποιήσουν το φυσικό αέριο για τις οικιακές και επαγγελματικές τους ανάγκες, αντίστοιχα, ενώ θα καλυφθούν οι αυξημένες ενεργειακές ανάγκες των δημόσιων κτιρίων.
Ειδικότερα, το έργο,συγχρηματοδοτούμενης δημόσιας δαπάνης ύψους 3,6 εκατ. ευρώ, αφορά στην κατασκευή δικτύου μέσης πίεσης, δικτύου χαμηλής πίεσης καθώς και 2 μετρητικών – ρυθμιστικών σταθμών (M/R), ώστε να συνδεθούν και να τροφοδοτηθούν οικιακοί και εμπορικοί πελάτες σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο γεωγραφικό εύρος.
Το λιγνιτικό κοίτασμα της Μεγαλόπολης, που μελετήθηκε επιστημονικά για πρώτη φορά το 1957, είχε στρατηγική σημασία στην πορεία εκσυγχρονισμού της χώρας. Ο λιγνίτης αποτέλεσε το σημαντικότερο ενεργειακό καύσιμο της Ελλάδας μεταπολεμικά κατατάσσοντας τη στη δεύτερη θέση σε παραγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην έκτη θέση παγκοσμίως.
Η εκμετάλλευση του κοιτάσματος στη Μεγαλόπολη από τηΔΕΗξεκίνησε το 1969. Ηταν η πρώτη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο, που ένας τόσο φτωχός λιγνίτης εξορυσσόταν για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το λιγνιτωρυχείο στη λεκάνη της Μεγαλόπολης εκμεταλλεύτηκε τα στρώματα, που σχηματίστηκαν από την ανάπτυξη πλούσιας βλάστησης σε τέλματα ή αβαθείς λίμνες. Ξεκίνησε με μία ετήσια παραγωγή 1 εκατ. τόνους, έφθασε τους 14,5 εκατ. τόνους το 2002 και τους 2008 τους 13,2 εκατ. τόνους το 2008 με 10 καδοφόρους εκσκαφείς και 43 km ταινιοδρόμους.
Σύμφωνα με τον χρονοδιάγραμμα, που έχει θέσει η κυβέρνηση, έως το 2028 θα έχει ολοκληρωθεί η απόσυρση όλων των λιγνιτικών εργοστασίων, με την πλειονότητα των μονάδων, που αντιπροσωπεύει πάνω από το 80% της σημερινής εγκατεστημένης ισχύος, να αποσύρεται έως το 2023.
Ο στόχος αυτός σηματοδοτεί την επισημοποίηση της μετάβασης της Ελλάδας σε ένα διαφοροποιημένο μίγμα ηλεκτρικής παραγωγής, που δεν θα βασίζεται στον λιγνίτη. Μια διαδικασία, που έχει ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 με τη σταδιακή συρρίκνωση της λιγνιτικής δραστηριότητας.
Με βάση τα στοιχεία της ΔΕΗ, την περίοδο 2011-2019 οι δαπάνες που σχετίζονται με τη λιγνιτική δραστηριότητα μειώθηκαν κατά περίπου 10% ετησίως στα λιγνιτικά κέντρα της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης.