Κώδωνα κινδύνου για αυξανόμενο κόστος CO² κρούουν τα διυλιστήρια πετρελαίου

Σε στρατηγική συνεργασία προχώρησαν τα διυλιστήρια πετρελαίου με άλλες βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας, προκειμένου να προειδοποιήσουν για τα σχέδια της ΕΕ αναφορικά με την αύξηση του κόστους εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα.

Την ίδια στιγμή, συνάντηση κεκλεισμένων των θυρών πρόκειται να πραγματοποιήσει το νομοθετικό σώμα της ΕΕ στις 12 Οκτωβρίου σε μια ακόμη προσπάθεια επίτευξης συμβιβασμού για τις μεταρρυθμίσεις μετά το 2020 στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ, στοχεύοντας στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

Συγκεκριμένα, τα διυλιστήρια πετρελαίου μάχονται από κοινού με άλλους βιομηχανικούς κλάδους που παράγουν τεράστιες ποσότητες αερίων θερμοκηπίου, για να μειώσουν την έκθεσή τους στην αναμενόμενη αύξηση του κόστους των ρυπογόνων εκπομπών. Επί του παρόντος, τα διυλιστήρια μαζί με τις επιχειρήσεις του κλάδου τσιμέντου, γυαλιού, χαρτιού, χημικών και μετάλλων λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των δικαιωμάτων τους δωρεάν.

Οι σημερινές μεταρρυθμίσεις δεν θα αλλάξουν ουσιαστικά αυτό το θέμα. Οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας θα εξακολουθήσουν να λαμβάνουν δωρεάν δικαιώματα εκπομπών άνθρακα, ως αντιστάθμιση για τους αυστηρότερους κανόνες της ΕΕ για την κλιματική αλλαγή, αλλά σε μικρότερο βαθμό.

Οι προβλέψεις τιμών στην αγορά άνθρακα πρόκειται να σημειώσουν σημαντική αύξηση μέσα στην επόμενη δεκαετία. Τον Ιούλιο, επιστημονική μελέτη της BusinessEurope προέβλεπε ότι το κόστος εκπομπής ενός τόνου CO² θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 33-36 ευρώ έως το 2030 υπό το πρίσμα των προτάσεων μεταρρύθμισης που βρίσκονται μέχρι στιγμής στο τραπέζι.

Επισημαίνεται ότι η τιμή ενός δικαιώματος εκπομπής κυμαίνεται περίπου 5 ευρώ ανά τόνο, πολύ χαμηλότερα από τα 30 ευρώ που θεωρούνται απαραίτητα για την ενθάρρυνση επενδύσεων σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

Σύμφωνα με στοιχεία της Fuels Europe, το 2016 τα εκατοντάδες διυλιστήρια πετρελαίου στην Ευρώπη εξέπεμψαν σχεδόν 140 εκατομμύρια τόνους CO², λαμβάνοντας 100 εκατομμύρια δωρεάν δικαιώματα εκπομπής.

Ως μέλος της «Alliance for a fair ETS» – η οποία περιλαμβάνει 16 άλλες ομάδες πίεσης που εκπροσωπούν τον τομέα τσιμέντου, γυαλιού, χαρτιού, χημικών και μετάλλων – η εμπορική ένωση καυσίμων πετρελαίου Fuels Europe εξέδωσε σειρά συστάσεων προς τους νομοθέτες.

Αρχικά, ζητά να αυξηθεί ο συνολικός αριθμός δικαιωμάτων που διατίθενται για δωρεάν κατανομή από το 43% που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έως 48%. Από την πλευρά τους, οι Ευρωβουλευτές και οι κυβερνήσεις έχουν ήδη συμφωνήσει να διπλασιάσουν το ποσοστό με το οποίο το αποθεματικό για τη σταθερότητα στην αγορά άνθρακα (MSR) απορροφά τις πλεονασματικές άδειες στο 24% ετησίως.

Επιπλέον, οι μεγάλοι πομποί ζητούν να ενσωματωθεί στο ΣΕΔΕ μια «βαλβίδα ασφαλείας», με δικαιώματα που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από την τρέχουσα περίοδο (2014-2020) και ταυτόχρονα αυτά που απορροφήθηκαν από το MSR, τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα ακυρώνονταν.

Επιπροσθέτως, η Fuels Europe διατείνεται ότι ένα ταμείο καινοτομίας για τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα πρέπει να χρηματοδοτείται μόνο από δικαιώματα που έχουν οριστεί για δημοπρασία.

Η επιχειρηματολογία τους και η λογική πίσω από την ελεύθερη κατανομή δικαιωμάτων αφορά στο φόβο της απώλειας ανταγωνιστικότητας από χώρες εκτός Ευρώπης που δεν υποχρεούνται να πληρώσουν μεγάλα ποσά για τη ρύπανση που δημιουργούν.

Η πραγματική ανησυχία βρίσκεται στο μέλλον, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Fuels Europe, Alain Mathuren, καθώς η συνολική προσφορά τόσο των πλειστηριασμών, όσο και των δωρεάν δικαιωμάτων (ανώτατο όριο) γίνεται αυστηρότερη στην τέταρτη φάση (2021-2030) με προτεινόμενο ρυθμό 2,2% ετησίως, ενώ και η MSR αναμένεται να προκαλέσει σημαντική αύξηση των τιμών.

«Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων θα έχει ως συνέπεια ότι ακόμη και οι καλύτεροι συντελεστές (διυλιστήρια συγκριτικής αξιολόγησης) θα έπρεπε να φέρουν ένα κόστος ΣΕΔΕ. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει τον κίνδυνο μετεγκατάστασης δραστηριοτήτων, οι οποίες από τη στιγμή που θα ξεκινήσουν θα είναι δύσκολο να σταματήσουν», δήλωσε ο κ. Mathuren.

Δεν υπόκεινται όλοι στο ΣΕΔΕ, το οποίο, με ισχύον ανώτατο όριο 1,93 δισεκατομμυρίων, καλύπτει περίπου το ήμισυ των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της ΕΕ. Οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας δεν μπορούν να μεταφέρουν τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής εκτός Ευρώπης, για να ξεφύγουν από την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

«Τα διυλιστήρια της ΕΕ λειτουργούν σε μια πολύ ανοικτή και εμπορεύσιμη αγορά», επισημαίνει ο κ. Mathuren. Το κλείσιμο των διυλιστηρίων και το άνοιγμα νέων εγκαταστάσεων (ή η αύξηση της δυναμικότητας των υφιστάμενων μονάδων) εκτός Ευρώπης θα μπορούσε να έχει οικονομικό αντίκτυπο.

«Η ζημία στην αλυσίδα εφοδιασμού, την απασχόληση, την απώλεια της τεχνογνωσίας, τα φορολογικά έσοδα και εν γένει στην οικονομία της ΕΕ θα είναι αναπόφευκτη τότε», κατέληξε.


Πηγή: www.euractiv.gr