Κατά 8% μείωσε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα η Ευρωπαϊκή Ενωση το 2023 σε σύγκριση με το 2022, όπως αποκαλύπτει ο Guardian, με τις εκπομπές αερίων από καύση ορυκτών καυσίμων να υποχωρούν στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 60 ετών.
Αυτή η υποχώρηση της ρύπανσης που συμβάλλει στη υπερθέρμανση του πλανήτη είναι η πιο μεγάλη ετήσια πτώση που έχει καταγραφεί μετά το 2020, όταν οι κυβερνήσεις έκλεισαν εργοστάσια και καθήλωσαν τις πτήσεις για να σταματήσουν την εξάπλωση της Covid-19, σύμφωνα με ανάλυση του Κέντρου Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (Crea).
«Οι εκπομπές CO₂ της ΕΕ έχουν τελικά μειωθεί στα επίπεδα που ήταν εμφανή στη γενιά των γονιών μου τη δεκαετία του 1960», δήλωσε ο IsaacLevi, αναλυτής της Crea. «Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου, η οικονομία έχει τριπλασιαστεί – δείχνοντας ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να καταπολεμηθεί χωρίς να παρεμποδιστεί η οικονομική ανάπτυξη».
Πάνω από το ήμισυ της μείωσης των εκπομπών προήλθε από τη χρήση καθαρότερης ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με την έκθεση. Η κατασκευή φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων από την ΕΕ κατέγραψε ρεκόρ το 2023, σύμφωνα με στοιχεία της βιομηχανίας, και η Ενωση μπόρεσε να παράγει περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από φράγματα και πυρηνικούς σταθμούς που είχαν πληγεί από ξηρασία και εργασίες συντήρησης τον προηγούμενο χρόνο.
Η έκθεση διαπίστωσε ότι η χαμηλότερη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια, υποβοηθούμενη από τις καλές καιρικές συνθήκες, συνέβαλε στην επίτευξη αυτής της μείωσης κατά 8% των εκπομπών CO₂ από ορυκτά καύσιμα. Οι περικοπές σε τομείς όπως η βιομηχανία – όπου οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου έχουν οδηγήσει ορισμένες επιχειρήσεις να ακολουθήσουν πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας και άλλες να παράγουν λιγότερα αγαθά – και οι μεταφορές αποτελούν το υπόλοιπο 36%.
Τα στοιχεία δεν περιλαμβάνουν τομείς όπως η γεωργία, οι ρυπογόνες δραστηριότητας της χημικής βιομηχανίας όπως η παραγωγή τσιμέντουή άλλα αέρια του θερμοκηπίου όπως το μεθάνιο. Οι αναλυτές σημειώνουν ότι οι εκπομπές συνολικά εξακολουθούν να μειώνονται πολύ αργά.
«Η μείωση κατά 8% των εκπομπών θα πρέπει να γιορταστεί», είπε ο Levi, «αλλά πρέπει να γίνουν περισσότερα για να απογαλακτιστεί η ΕΕ από τα ορυκτά καύσιμα, να μειωθεί η εξάρτηση από «πετρο-κράτη» όπως η Ρωσία, ενώ παράλληλα θα αφήσουμε έναν καλύτερο τόπο για την επόμενη γενιά».
Η ΕΕ φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη θέρμανση του πλανήτη και την αύξηση των επιπτώσεων από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Για να διατηρήσει τους κλιματικούς στόχους, έχει υποσχεθεί να μειώσει τη ρύπανση των αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το τέλος της δεκαετίας από τα επίπεδα του 1990 προτού φθάσει τις καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050.
Μείωση εκπομπών δύο φορές πιο γρήγορα
Την περασμένη εβδομάδα, οι σύμβουλοι της ΕΕ για το κλίμα δήλωσαν ότι «ο ρυθμός των μειώσεων πρέπει να αυξηθεί σημαντικά» εάν το μπλοκ επρόκειτο να επιτύχει τον στόχο του για το 2030. Τα 27 κράτη μέλη πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές περίπου δύο φορές πιο γρήγορα από ό,τι κατά μέσο όρο τα τελευταία 17 χρόνια, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιστημονικής Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή.
Η ομάδα παρουσίασε μια λίστα με 13 συστάσεις που περιλαμβάνουν την επείγουσα σταδιακή κατάργηση των επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων, την επέκταση του ευρωπαϊκού συστήματος τιμολόγησης εκπομπών όπου πρέπει να συμπεριληφθεί και η γεωργία και η ψήφιση των τελικών νόμων στην ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία.
«Η ΕΕ έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο τα τελευταία χρόνια για να ενισχύσει το πλαίσιο της πολιτικής της για το κλίμα», δήλωσε ο καθηγητής OttmarEdenhofer, πρόεδρος του συμβουλευτικού συμβουλίου, όταν δημοσιεύτηκε η έκθεση.«Αλλά η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050 είναι ένας αγώνας ενάντια στον χρόνο και δεν έχουμε την πολυτέλεια να κλίνουμε πίσω τώρα».
Η SarahBrown, από το thinktank καθαρής ενέργειας Ember, που δεν συμμετείχε στην ανάλυση, είπε: «Αυτή η σημαντική μείωση των εκπομπών, ιδιαίτερα από τον τομέα της ενέργειας, δείχνει ότι η ΕΕ επιταχύνει την αποδέσμευσή της από επικίνδυνα και ακριβά ορυκτά καύσιμα. Αλλά με την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της ευρύτερης ηλεκτροδότησης τα επόμενα χρόνια, η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η βέλτιστη ενεργειακή απόδοση πρέπει να συμβαδίζουν».