Για περίπου εκατό χρόνια, οι ρυθμίσεις της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας υπαγορεύτηκαν ουσιαστικά από τους παραγωγούς, οι οποίοι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σταδιακά μετατράπηκαν σε κρατικά μονοπώλια. Η πλευρά της ζήτησης ενέργειας ήταν πρακτικά ανύπαρκτη.
Η νομοθεσία, η οποία επέτρεψε την καθετοποίηση της παραγωγής, της μεταφοράς και της διανομής ηλεκτρισμού από τους μητρικούς ομίλους παραγωγής ενέργειας, έδινε ισχυρό κίνητρο στην πώληση του μεγαλύτερου δυνατού μεριδίου προϊόντος για την εξασφάλιση επαρκούς κέρδους και την προώθηση των επενδύσεων σε συνεχώς επεκτεινόμενα δίκτυα μεταφοράς και τοπικής διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
Μετά τα αλλεπάλληλα κύματα απελευθέρωσης της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μέσω λειτουργικού αρχικά και ιδιοκτησιακού κατόπιν διαχωρισμού των καθετοποιημένων ομίλων (unbundling), το ρυθμιστικό τοπίο άλλαξε.
Όχι όμως τόσο ριζικά που να επιτρέπει με ευκολία τον ανταγωνισμό μέσω της αποκεντρωμένης διανομής ενέργειας ανάλογα με τις διακυμάνσεις της ζήτησης ένεκα της ολοένα και μεγαλύτερης διείσδυσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στο ενεργειακό μίγμα.
Η ανταπόκριση στη ζήτηση είναι ακόμα κάτι καινούριο στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όμως η σημασία της θα αυξηθεί νομοτελειακά όσο τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας θα βρίσκονται υπό ολοένα μεγαλύτερη πίεση λόγω της κυμαινόμενης προσφοράς ΑΠΕ.
Σε ένα τέτοιο τοπίο απαιτούνται «υπηρεσίες ευελιξίας» για την εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης που διαχειρίζονται καθημερινά οι Διαχειριστές Συστημάτων Μεταφοράς (Transmission System Operators ή TSOs).
Πράγματι, ένα τέτοιο σύστημα απαιτείται να εκπληρώνει δύο βασικές λειτουργίες: να παρέχει μια ελάχιστη απαιτούμενη ποσότητα κιλοβάτ ανά ώρα και να εξισορροπεί το σύστημα φροντίζοντας να αντιστοιχίζονται διαρκώς η προσφορά με τη ζήτηση ενέργειας, δεδομένης της αδυναμίας αποθήκευσης του ηλεκτρισμού.
Οι υπηρεσίες ανταπόκρισης στη ζήτηση διασφαλίζουν τη δεύτερη λειτουργία του συστήματος ανταγωνιστικά προς τους παραγωγούς ηλεκτρισμού, καθώς το σύστημα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας αδυνατεί να διακρίνει μεταξύ της αύξησης της προσφοράς και της μείωσης της ζήτησης, θεωρώντας τα δύο ως ισοδύναμα.
Οι σύγχρονες τεχνολογίες ψηφιακής διαχείρισης των δικτύων επιτρέπουν πλέον την παροχή «Negawatts» (μείωση της ζήτησης ενέργειας) αντί των παραδοσιακών «Megawatts» μέσω της σώρευσης μιας δεξαμενής βιομηχανιών και της αποκεντρωμένης διανομής μεταξύ τους της διαθέσιμης ενέργειας, απαλλάσσοντας έτσι τον TSO απ’ την αναζήτηση των επιζητούμενων ποσοτήτων ηλεκτρισμού απ’ τους παραγωγούς. Με δύο λόγια, η έξυπνη, οριζόντια διανεμημένη διαχείριση της ενεργειακής ζήτησης καθιστά σε πολλές περιπτώσεις περιττή την κάθετη προσφορά ενέργειας.
Όμως αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς δεν επιτρέπεται ακόμα σε πολλές εθνικές αγορές, καθώς είτε η αγορά διανομής ηλεκτρικής ενέργειας δεν έχει γίνει αντικείμενο διαχωρισμού και είναι ακόμα μονοπωλιακή, είτε απαιτείται προηγούμενη έγκριση απ’ τον προμηθευτή ενέργειας, δηλαδή από ένα δυνητικό ανταγωνιστή των πλατφορμών λογισμικού για τη διανομή της ζήτησης.
Το αποτέλεσμα αυτού του ρυθμιστικού αναχρονισμού είναι η εν τοις πράγμασιν επιδότηση της προσφοράς ηλεκτρισμού ακόμα και τώρα που είναι τεχνικά εφικτό να μειωθεί η ζήτηση χωρίς να διακυβευθεί η εξισορρόπηση του συστήματος.
Το Πακέτο Καθαρής Ενέργειας που αυτόν τον καιρό συζητείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ προβλέπει, για πρώτη φορά, ένα πανευρωπαϊκό ρυθμιστικό καθεστώς για τους ανεξάρτητους σωρευτές (aggregators) διαθέσιμων δεξαμενών ενέργειας για διανομή από και προς βιομηχανίες.
Βασικό μέλημα της προτεινόμενης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή νομοθεσίας είναι η δημιουργία προϋποθέσεων πρόσβασης στην αγορά αποκεντρωμένων υπηρεσιών ζήτησης ενέργειας χωρίς διακρίσεις απέναντι στις εγκαθιδρυμένες υπηρεσίες προσφοράς ενέργειας από τους παραγωγούς.
Πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, ένα βασικό συστατικό στοιχείο αυτής της μεταρρύθμισης είναι η αλλαγή του ρυθμιστικού καθεστώτος των Διαχειριστών Διανομής Ενέργειας (Distribution System Operators ή DSOs) προκειμένου αυτοί να επιτρέπεται πλέον να αγοράζουν υπηρεσίες ευελιξίας από την αγορά με μικρότερο κόστος απ’ τις επενδύσεις στην περαιτέρω επέκταση του δικτύου διανομής.
Ένα άλλο βασικό συστατικό στοιχείο είναι η προσαρμογή του ρυθμιστικού καθεστώτος κατά τρόπο που να επιτρέπει στους τελικούς καταναλωτές, ιδίως τις βιομηχανίες αλλά σε βάθος χρόνου ακόμα και στα νοικοκυριά, να επιλέγουν ελεύθερα μεταξύ μιας σταθερής και μιας κυμαινόμενης τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας που αγοράζουν.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, άλλοι καταναλωτές θα προτιμήσουν μια σταθερή τιμή αγοράς, αφήνοντας στους προμηθευτές να αναλάβουν το ρίσκο διακύμανσης των τιμών, ενώ άλλοι θα προτιμήσουν να συμβληθούν με έναν ανεξάρτητο σωρευτή, ο οποίος θα τους πωλεί την ευελιξία που ζητούν.
Ένα τέτοιο διαφοροποιημένο τοπίο θα εκμεταλλευθεί τη μείζονα ευκαιρία που παρουσιάζεται σήμερα για ανταπόκριση στη ζήτηση, διατηρώντας χαμηλό το κόστος στο μέλλον και αποφεύγοντας άχρηστες επενδύσεις σε νέα δίκτυα.
Άρθρο του Ιωάννη Παπαδόπουλου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας