Η μείωση του αποτυπώματος άνθρακα και η σταδιακή μετάβαση προς “πράσινες” μορφές ενέργειας αποτελούν εθνικούς και ευρωπαϊκούς στόχους. Αυτή η μετάβαση ωστόσο που κάθε χώρα πρέπει να εντάξει στο πλαίσιο του στρατηγικού ενεργειακού σχεδιασμού της, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί και δεν πρέπει υπονομεύει την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας καθώς επίσης την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και της βιομηχανίας.
Αποτελεί λοιπόν εθνική προτεραιότητα ο σωστός σχεδιασμός της η “μεταλιγνιτικής εποχής”, χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και εμμονές. Εδώ οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ήδη μέσα στα τελευταία 5 χρόνια η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη μειώθηκε περίπου στο μισό, με τη συμμετοχή του καυσίμου στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής το 2016 να υποχωρεί στο 29%, έναντι 24% από φυσικό αέριο, 20% από ΑΠΕ και 10% από Υ/Η.
Επιπλέον μέσα στο 2019-2020 περιμένουμε την απόσυρση 1.600MW λιγνιτικών μονάδων (Αμύνταιο και Καρδιά), οπότε το μερίδιο του λιγνίτη θα μειωθεί περαιτέρω, σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία αναμένουμε αύξηση της ζήτησης με την υλοποίηση των νέων ηλεκτρικών διασυνδέσεων των νησιών, σε πρώτη φάση με την ένταξη των Κυκλάδων και σε δεύτερη φάση της Κρήτης.
Η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας είναι εκείνη που θα προσδιορίσει το μερίδιο του λιγνίτη στο μείγμα. Πολλοί ισχυρίζονται ότι το 2030 αναμένεται αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων ρύπων CO² με αύξηση της παρακράτησης τους, μάλιστα ομιλούν για τιμή 30 Ευρώ/MWh, όταν σήμερα η τιμή κυμαίνεται στα 5 Ευρώ/MWH. Η αύξηση αυτή θα καταστήσει αντιοικονομική τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων.
Ξεχνούν βέβαια ότι η φυσική συνέπεια των κανόνων της αγοράς θα είναι η αύξηση της ζήτησης για φ.α, που πιθανόν να προκαλέσει νέες ισορροπίες τόσο στην τιμή του φυσικού αερίου όσο και στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής CO² (λόγω της μείωσης της παραγωγής ηλεκτρισμού από στερεά καύσιμα). Το που θα ισορροπήσει το σύστημα και η αγορά είναι δύσκολο αυτή τη στιγμή να προβλεφθεί. Το βέβαιο είναι ότι οι μέχρι στιγμής προβλέψεις που έχουν γίνει για την πορεία της αγοράς των ρύπων, έχουν παταγωδώς αποτύχει.
Πολλοί ισχυρίζονται και όχι άδικα ότι ο λιγνίτης είναι βρώμικος. Σε αυτό το πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσφατα καθόρισε νέα αυστηρότερα όρια για τις εκπομπές Διοξειδίου του Θείου (S0²), Οξειδίων του Αζώτου(NOX) και ψευδαργύρου για τους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη και έδωσε 4 χρόνια χρονική περίοδο για την προσαρμογή των αδειών λειτουργίας των σταθμών στα νέα όρια εκπομπών. Επίσης προσπαθώντας να εμποδίσει την κατασκευή νέων μονάδων λιγνίτη συσχετίζει την δυνατότητα κρατικών ενισχύσεων με το όριο εκπομπών CO² και σωματιδίων.
Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την εμμονική αντίθεση κάποιων πλευρών ακόμη και για τις σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες, που θα καίνε εγχώριο καύσιμο και ταυτόχρονα θα σέβονται τα ευρωπαϊκά όρια εκπομπών.
Η πρόσφατη ενεργειακή κρίση του Ιανουαρίου , κατά την οποία φθάσαμε στα πρόθυρα black out και μας έσωσαν στην κυριολεξία τα υδροηλεκτρικά, απέδειξε ότι υπάρχει πρόβλημα επάρκειας ισχύος όταν μηδενίζεται η παραγωγή από ΑΠΕ και ταυτόχρονα δεν υπάρχει εισαγόμενη ενέργεια. Και τούτο διότι οι συμβολαιοποιημένες ποσότητες φ.α δεν επαρκούσαν για 24ωρη λειτουργία των μονάδων συνδυασμένου κύκλου φ.α ενώ δεν ήταν δυνατή η λειτουργία της πλειοψηφίας των σταθμών με εναλλακτικό καύσιμο.
Επιπλέον η αύξηση στο μείγμα της συμμετοχής ενέργειας από ΑΠΕ δημιουργεί επιπλέον απαιτήσεις στο σχεδιασμό του ενεργειακού συστήματος και της αγοράς κάθε χώρας, κυρίως λόγω της στοχαστικότητας της παραγωγής των αιολικών πάρκων και της διακοπής της παραγωγής από τα Φ/Β με την δύση του ηλίου.
Πως όμως αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή επιτροπή όλα τα ανωτέρω θέματα;
Ένας από τους βασικούς στόχους της Ευρωπαϊκής πολιτικής για την ενέργεια είναι η ενοποίηση όλων των αγορών (Energy Union). Η ενοποίηση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας θα επιτευχθεί μέσω ενίσχυσης των διασυνοριακών διασυνδέσεων και της εναρμόνισης της λειτουργίας των αγορών μέσω του “μοντέλου στόχου” (target model ). Προφανώς κατά την υλοποίηση θα υπάρξουν χώρες ” 2 ταχυτήτων” και η Ελλάδα θα είναι στη 2η ταχύτητα καθώς είναι αδύνατο τεχνικά να προλάβουμε τις ημερομηνίες που έχουν τεθεί στο μνημόνιο για την απαιτούμενη αναδιάρθρωση της αγοράς.
Στόχος του Εnergy Union είναι να εξοικονομηθούν πόροι, να αποφευχθούν μη αναγκαίες (και ίσως μη βιώσιμες) σε εθνικό επίπεδο επενδύσεις σε νέες μονάδες και παράλληλα να ισχυροποιηθεί το ευρωπαϊκό σύστημα ώστε να αντέξει την συνεχώς αυξανόμενη παραγωγή των ΑΠΕ σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο ίδιο πλαίσιο (clean energy package) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει ως προϋπόθεση έγκρισης οποιουδήποτε μηχανισμού αμοιβής διαθεσιμότητας ισχύος την ισότιμη συμμετοχή της ζήτησης, κάτι που ενισχύει καθοριστικά το αίτημα για παράταση του ισχύοντος μηχανισμού Διακοψιμότητας.
Συμπερασματικά, πλέον δεν υπάρχει πολυτέλεια να επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος. Ο ενεργειακός στρατηγικός σχεδιασμός οφείλει και πρέπει να έχει ως βασικό στόχο την ασφάλεια εφοδιασμού, και ταυτόχρονα να διασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Γράφει ο κ. Αντώνης Κοντολέων – Μέλος Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας
Πηγή: www.capital.gr