Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που καλείται να λύσει η χώρα μας εδώ και αρκετές δεκαετίες το οποίο όμως είναι κομβικό για την οικονομική της ανάκαμψη, είναι η ενεργειακή της πολιτική, η αυτάρκεια καθώς και η σταδιακή απεξάρτηση από την λιγνιτική παραγωγή μέσω της ΔΕΗ.

Είναι απαραίτητο η χώρα μας μέσα από ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο που δεν έχει να κάνει μόνο με την ΔΕΗ αλλά και με εναλλακτικούς παρόχους να αυξήσει το ποσοστό των εναλλακτικών μορφών ενέργειας τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα νησιά, γεγονός που σταδιακά θα μειώσει τα λειτουργικά κόστη, θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και θα ενισχύσει σημαντικά και το ΑΕΠ της χώρας. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό κάλυψης της συνολικής ζήτησης από 59% που ανερχόταν η εγχώρια λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή στο πρώτο πεντάμηνο του 2009 υποχώρησε στο 31% κατά το αντίστοιχο διάστημα του 2015. Επίσης, για πρώτη φορά στην εγχώρια παραγωγή ηλεκτρισμού, καταγράφηκε σημαντική άνοδος του μεριδίου συμμετοχής των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας στη συνολική ζήτηση από το 9% το 2009 στο 24% το 2015.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η χώρα έχει αυξημένες ανάγκες ηλεκτροδότησης και ακριβώς επειδή δεν μπορεί να καλύψει την ζήτηση ο λιγνίτης και οι υφιστάμενες παραγωγικές μονάδες, γίνονται εισαγωγές ενέργειας από γειτονικά κράτη με υψηλό φυσικά κόστος τόσο για την ΔΕΗ όσο και για τον τελικό καταναλωτή στον οποίον μετακυλίεται η επιβάρυνση.

Πλέον η ΔΕΗ ενώ έχει συστήσει θυγατρική για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενδιαφέρεται μάλιστα για επενδύσεις στο εξωτερικό, συνεχίζει την εξάρτησή της από τον λιγνίτη με εργοστάσια απαρχαιωμένα, τα οποία έχουν φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας  όταν και οι αποδόσεις των εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων λιγνίτη σταδιακά μειώνονται αισθητά. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις η εγχώρια παραγωγή ενέργειας κοστίζει περισσότερο από την εισαγόμενη ενέργεια.

Επίσης είναι ενδιαφέρον να τονίσουμε ότι παρά τη σημαντική μείωση του ΑΕΠ κατά 25% τα τελευταία 8 χρόνια  λόγω της εκτεταμένης οικονομικής κρίσης, η συνολική ζήτηση ηλεκτρισμού στην χώρα μας παραμένει σχεδόν αμετάβλητη, γεγονός που υποδηλώνει πώς το ρεύμα θα γίνεται ολοένα και ακριβότερο με βάση την οριακή του τιμή για να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες και θα επιβαρύνει διαρκώς νοικοκυριά και επιχειρήσεις αφαιρώντας τόσο ρευστότητα όσο και ανταγωνιστικότητα από την ελληνική οικονομία.

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια παραμένει στις τελευταίες θέσεις του δείκτη κλιματικών επιδόσεων της ΕΕ, τον λεγόμενο CCPI που δείχνει τις ενέργειες της χώρας όσον αφορά την μικρότερη συμβολή εκπομπών CO². Δυστυχώς ακόμη καθυστερεί σημαντικά το έργο διασύνδεσης της νησιωτικής Ελλάδας με την ηπειρωτική επιβαρύνοντας τόσο το σύστημα ηλεκτροδότησης όσο και το συνολικό κόστος που καλούνται να πληρώσουν τα νοικοκυριά ως υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.

Παρά τα μικρά βήματα που έκανε η χώρα μας  στον τομέα της ηλεκτρικής διασύνδεσης των νησιών με την προώθηση της αυτοπαραγωγής από μικρά μονάδες φωτοβολταϊκών αυτό δεν στάθηκε αρκετό στο ν’ανέβει η χώρα μας στην σχετική βαθμολογία.

Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο να διανύσει όσον αφορά την ενεργειακή της αυτάρκεια και απαιτούνται συντονισμένες ενέργειες απ’όλους τους συναρμόδιους φορείς ώστε να δοθούν κίνητρα στην ιδιωτική πρωτοβουλία να επενδύσει τόσο στα φωτοβολταϊκά, όσο και στην αιολική ενέργεια που μπορεί να υποκαταστήσει μέρος της λιγνιτικής παραγωγής κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου.

Οι χώρες που θα καταφέρουν να παράξουν την καθαρότερη ενέργεια και ν’αυτονομηθούν ενεργειακά, θα έχουν και τις μικρότερες γεωπολιτικές εξαρτήσεις τις επόμενες δεκαετίες και αυτό θα πρέπει να το αναλογιστούν καλά οι κυβερνώντες στην χώρα μας, καθώς η ενέργεια αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους μοχλούς ανάπτυξης παγκοσμίως.


Άρθρο του Μελέτη Ρεντούμη (Οικονομολόγος – Τραπεζικός) – Πηγή: www.capital.gr