Μια σειρά από προτάσεις για την απολιγνιτοποίηση της Ελλάδας, καθώς και τις δυνατότητες εναλλακτικών δραστηριοτήτων στις περιοχές των σημερινών λιγνιτικών σταθμών, παρουσίασε σήμερα η Επιτροπή Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών.
Η Ακαδημία προτείνει αφενός την ανάπτυξη νέων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στους χώρους των ορυχείων λιγνίτη και αφετέρου την αξιοποίηση των λιγνιτικών κοιτασμάτων για άλλες «εξω-ηλεκτρικές» χρήσεις, δηλαδή εκτός της καύσης για την παραγωγή ηλεκτρισμού. 
Όσον αφορά το πρώτο, προτείνει (α) φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα στα εξαντλημένα ορυχεία, (β) αποθήκευση ενέργειας με μορφή αντλησιοταμίευσης (δημιουργία τεχνητών λιμνών και χρήση των υδάτινων ταμιευτήρων ως δεξαμενών αποθήκευσης ενέργειας) και (γ) αξιοποίηση υπολειμματικής βιομάζας (θεωρείται εφικτό να δημιουργηθεί μονάδα ηλεκτροπαραγωγής εγκαταστημένης ισχύος 25 MWe που αντιστοιχεί σε 50 τουλάχιστον θέσεις εργασίας).
Όσον αφορά τις εξωηλεκτρικές χρήσεις, προτείνει: (α) αεριοποίηση του λιγνίτη για χρήση του προϊόντος (αέριου ή syngas) στην παραγωγή πολυμερών και συνθετικών καυσίμων, (β) εξαγωγή Σπανίων Γαιών από τον λιγνίτη, (γ) χρήση λιγνίτη για φίλτρα καθαρισμού και παραγωγή ενεργού άνθρακα, (δ) παραγωγή προϊόντων με βάση τα ανθρακονήματα από λιγνίτη (άλλα προϊόντα πολύ υψηλής προστιθέμενης αξίας που μπορούν να προκύψουν από λιγνίτες, είναι οι νανο-σωλήνες άνθρακα και το γραφένιο), (ε) παραγωγή οργανοχουμικών λιπασμάτων και εδαφοβελτιωτικών από λιγνίτη, καθώς επίσης (στ) ανάπτυξη ενεργειακών καυσίμων με σκοπό την παραγωγή βιομάζας και προηγμένων βιοκαυσίμων.
Η Επιτροπή, με πρόεδρο τον ακαδημαϊκό Λουκά Χριστοφόρου, επισημαίνει ότι «η ανάπτυξη έρευνας και καινοτομίας στους τομείς αυτούς είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για ανάπτυξη και λειτουργία των περισσότερων από τις προτεινόμενες δράσεις».
Όπως επισημαίνει, μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα βασίστηκε στον λιγνίτη, ως εθνικό καύσιμο, για την ανάπτυξη της οικονομίας και τον εξηλεκτρισμό της χώρας.
Το 2019, οι οκτώ λιγνιτικοί σταθμοί της ΔΕΗ αντιστοιχούσαν στο 42% της εγκατεστημένης ισχύος της επιχείρησης και στο 56% περίπου της καθαρής ηλεκτρικής παραγωγής της. Σήμερα η χώρα μας οδεύει προς την απεξάρτηση από τον λιγνίτη ως καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (απολιγνιτοποίηση), με στόχο τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και τη μεγαλύτερη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, που δημοσιεύθηκαν το Νοέμβριο 2019 με το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), στο τέλος του 2023 θα αποσυρθεί η ολότητα (εκτός μιας) των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και θα κλείσουν τα ορυχεία λιγνίτη στις περιοχές Δυτικής Μακεδονίας και Πελοποννήσου.
Η Ακαδημία επισημαίνει ότι «οι αποφάσεις αυτές της ελληνικής κυβέρνησης είναι από τις πλέον ριζοσπαστικές και περιβαλλοντικά ευαίσθητες στις χώρες-μέλη της ΕΕ, δεδομένου ότι στη Γερμανία προβλέπεται να παύσουν να λειτουργούν οι λιγνιτικοί Ατμοηλεκτρικοί Σταθμοί το 2038, στην Τσεχία το 2040 και στην Πολωνία το 2050».
Επισημαίνει επίσης ότι όταν τα ορυχεία λιγνίτη παύσουν τη λειτουργία τους, θα αφήσουν «ανεκμετάλλευτα» τεράστια λιγνιτικά αποθέματα στο υπέδαφός τους. Εκτιμάται ότι μετά το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ το 2024 στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας (Πτολεμαΐδας, Αμυνταίου και Φλώρινας), θα μείνουν στο έδαφος συνολικά 775 εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη (190 εκατ. στο Νότιο Πεδίο, 250 εκ. στην Καρδιά, 50 εκ. στη Μαυροπηγή, 40 εκ. στο Αμύνταιο, 150 εκ. στη Βεύη, 40 εκ. στους Λόφους Μελίτης, 40 εκ. στο Κλειδί, και 15 εκ. στην Αχλάδα).
Η Ακαδημία υπογραμμίζει ότι «η επιστημονική κοινότητα της χώρας μπορεί και πρέπει να κληθεί να συμβάλει στη διαδικασία διαμόρφωσης των σχετικών ενδεικνυόμενων μέτρων για την “μετά τον λιγνίτη” εποχή. Για να γίνει αυτό, απαιτείται δυναμική συνεργασία μεταξύ της ΔΕΗ και των Περιφερειών Δυτικής Μακεδονίας και Πελοποννήσου από τη μια πλευρά, και των διαφόρων αρμόδιων επιστημονικών φορέων από την άλλη, π.χ. των Ερευνητικών Κέντρων που ασχολούνται με τα θέματα αυτά (Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης – ΕΚΕΤΑ, ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, κ.ά.), των Πανεπιστημιακών Ακαδημαϊκών Ιδρυμάτων (ΕΜΠ, ΑΠΘ, Πανεπιστήμιο Δ. Μακεδονίας), της Ακαδημίας Αθηνών κ.ά.».
Υπογραμμίζει επίσης ότι «το όποιο κόστος υπάρξει, θα είναι κατά πολύ μικρότερο από το κόστος που θα υπάρξει αν δεν γίνει η απολιγνιτοποίηση. Το κόστος αυτό, είναι τεράστιο τόσο στην τοπική όσο και την εθνική οικονομία από τις μεγάλες επιπτώσεις στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία από την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων πολύτιμων φυσικών πόρων (π.χ., νερό) και την εκπομπή επιβλαβών για την υγεία ρύπων στην ατμόσφαιρα (διοξείδιο του θείου, οξείδια του αζώτου, μικροσωματίδια, βαρέα μέταλλα, μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα, κ.ά.).
Οι επιπτώσεις αυτές αν και άυλες μπορούν να αποτιμηθούν σε οικονομική αξία και αν γίνει αυτό θα είναι αναμφισβήτητα πολλαπλάσιας αξίας από τον παραγόμενο σήμερα «πλούτο» στην περιοχή. Υπάρχει όμως και άμεσο “υλικό” οικονομικό κόστος των σημερινών περιβαλλοντικών επιπτώσεων και αυτό προέρχεται από τις υπερβάσεις των ευρωπαϊκών ορίων ρύπων και την κοστολόγησή τους, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό σύστημα αποζημιώσεων ρύπων (cap and trade)».
Η Ακαδημία εισηγείται την ανάπτυξη ή υποστήριξη της έρευνας και καινοτομίας στους παρακάτω τομείς:
  1. Τεχνολογίες Δέσμευσης, Χρήσης και Αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα (Carbon Capture Utilisation and Storage – CCUS).
  2. Τεχνικές και διαδικασίες παραγωγής προϊόντων από εξω-ηλεκτρικές χρήσεις του λιγνίτη όπως π.χ. παραγωγή μεθανόλης, συνθετικών καυσίμων, σπανίων γαιών, ενεργού άνθρακα, ανθρακονημάτων, νανο-σωλήνων, γραφενίου κ.ά.
Προτείνει επίσης τη συστηματική καταγραφή των κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων που προκύπτουν από την απολιγνιτοποίηση στις αντίστοιχες περιοχές.