Τα πρώτα μεγάλα έργα που έκαναν προ κρίσης την εμφάνισή τους στην ελληνική αγορά σηματοδοτούν ένα πρώτο, μικρό ξεσκαρτάρισμα στο χώρο των ΑΠΕ. Το μεγάλο ξεσκαρτάρισμα θα έρθει μετά την κρίση.
Τότε θα γίνει το μεγάλο restart, με την σταδιακή συγκέντρωση πολλών μικρών αιολικών και φωτοβολταικών στα χέρια παικτών μεγάλου βεληνεκούς, εξαγορές και συγχωνεύσεις μικρομεσαίων έργων από επενδυτές που έχουν την δυνατότητα να αντλήσουν κεφάλαια με χαμηλό κόστος και έναν ευρύτερο μετασχηματισμό του χώρου.
Τα μηνύματα έρχονται από παντού. Τα όσα για παράδειγμα ψηφίστηκαν πρόσφατα στο περιβαλλοντικό νομοσχέδιο σχετικά με την διευκόλυνση αδειοδότησης των έργων ΑΠΕ, είναι μια πρώτη τομή, αλλά δεν αποτελούν παρά μόνο την αρχή.
Στην κυβέρνηση γνωρίζουν ότι η πράσινη ανάπτυξη θα αποτελέσει έναν από τους μοχλούς της οικονομίας για την επόμενη ημέρα, μόνο εφόσον η Ελλάδα καταφέρει να προσελκύσει στην χώρα funds και επενδυτές με χαρτοφυλάκια δισεκατομμυρίων.
To φρέσκο ξένο χρήμα το οποίο έψαχνε και ψάχνει η κυβέρνηση αφορά ονόματα, όπως οι αμερικανικές Blackstone και Quantum, η Cubico, η δανέζικη CIP, η αραβική Maasdar, δηλαδή funds που προ κρίσης είχαν εκδηλώσει ενεργό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, θέλοντας να επενδύσουν 250-500 εκατ. ευρώ το καθένα μέσα στην επόμενη πενταετία, δημιουργώντας ένα κύμα άνω των 2 δισ. ευρώ.
Χαρτοφυλάκια που προ κρίσης δήλωναν έτοιμα να τοποθετήσουν νέο χρήμα στη εγχώρια αγορά, εκτός από τους υφιστάμενους παραδοσιακούς και νεόκοπους παίκτες του χώρου, (ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, Ελλάκτωρ, Μytilineos, ΔΕΗ, Ελληνικά Πετρέλαια, Enel, EDF, Iberdrola) και μαζί με τον περαιτέρω εξοβελισμό της γραφειοκρατίας θα μπορούσαν να συμβάλλουν ώστε η Ελλάδα να «αλλάξει πίστα».
Ξημερώνει νέο τοπίο
Στη λογική αυτή η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ενέργειας θέλει μετά την απλοποίηση αδειοδότησης της πρώτης φάσης των ΑΠΕ, να τρέξει όχι μόνο τα θέματα που αφορούν τα υπόλοιπα στάδια, αλλά και τα βήματα που θα «ξεκλειδώσουν» μεγάλες επενδύσεις.
Έργα δηλαδή άνω των 250 μεγαβάτ, τα οποία ούτως ή άλλως έχουν την δυνατότητα που παρέχει η ευρωπαϊκή νομοθεσία να ζητούν μεμονωμένη ενίσχυση για την τιμή διάθεσης της ενέργειας που θα παράγουν, πλωτά φωτοβολταϊκά (floatovoltaics), θαλάσσια αιολικά (offshore wind parks) και γενικά projects τα οποία δεν έχουν ακόμη κάνει την εμφάνισή τους στην Ελλάδα, καθώς απουσιάζει το σχετικό θεσμικό πλαίσιο.
Τη μετάβαση αυτή από τα πολλά μικρού μεγέθους έργα στα λεγόμενα big projects επιταχύνει και ο ερχομός τους επόμενους μήνες του Target Model. Του νέου μοντέλου που αλλάζει οριστικά τους όρους στο ενεργειακό παιχνίδι, βάζει τέλος στις «κλειδωμένες» για μια 20ετία τιμές και στο καθεστώς της κατά προτεραιότητα σήμερα πώλησης στην χονδρική του παραγόμενου “πράσινου” ρεύματος έναντι όλων των άλλων τεχνολογιών (φυσικό αέριο, λιγνίτης, κλπ).
Στο νέο περιβάλλον, οι καινούργιοι σταθμοί θα αποζημιώνονται επί ίσοις όροις με τις άλλες τεχνολογίες, με όρους ανταγωνιστικούς, γεγονός που θα μειώσει και το τίμημα που πληρώνει ο καταναλωτής για το «πρασίνισμα» της ενέργειας που καταναλώνεται.
Σημειωτέον ότι η Ελλάδα ποτέ δεν ανέπτυξε την δική της βιομηχανία παραγωγής εξοπλισμού εξαρτημάτων για αιολικά και φωτοβολταϊκά (ειδικά στα τελευταία είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία made in China), προκειμένου να έχει προστιθέμενη αξία από την ραγδαία αύξηση της εγκατάστασης έργων ΑΠΕ στη νέα εποχή.
Το αφήγημα παραμένει ελκυστικό
Τα μεγάλα έργα αναμένεται να δώσουν το στίγμα στην μετά Covid 19 περίοδο, όπου η Ελλάδα θα συνεχίσει να προσφέρει ένα πολύ ελκυστικό «πράσινο» αφήγημα, όπως ανέφερε σε προ ημερών της έκθεση η AxiaResearch.
Σύμφωνα με την έκθεση το ελληνικό story υποστηρίζεται από το γεγονός ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να δουλεύει πάνω στο σχέδιο για απολιγνιτοποίηση της χώρας έως το 2030 και με πλάνο στο τέλος της δεκαετίας το 61% της ηλεκτρικής ενέργειας να παράγεται από ΑΠΕ, έναντι 27% επί του παρόντος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ισχύς των ΑΠΕ στη χώρα αναμένεται να αυξηθεί κατά 83% έως το τέλος της δεκαετίας, προσθέτοντας 9 GW νέας ισχύος και κινητοποιώντας επενδύσεις ύψους άνω των 9 δισ. ευρώ. Σε σημαντικό βαθμό, αυτές θα αφορούν πλέον μεγάλα έργα.
Μέχρι να δρομολογηθούν όλα τα παραπάνω, η αγορά δίνει ραντεβού για τους επόμενους διαγωνισμούς εγκατάστασης νέων αιολικών και φωτοβολταϊκών της ΡΑΕ, χωρίς να έχει ακόμη αποσαφηνισθεί αν αυτοί θα διεξαχθούν τον Ιούλιο ή θα παραπεμφθούν για το τελευταίο τρίμηνο του έτους.
Τρεις είναι οι λόγοι για τους παραπάνω ενδοιασμούς: Το κατά πόσο υπάρχουν αρκετά ώριμα έργα που να είναι έτοιμα να κατέβουν στους διαγωνισμούς, κατά πόσο υπηρεσιακά μπορεί να ανταπεξέλθει η ΡΑΕ και τρίτον το γεγονός ότι στις 23 Ιουνίου λήγει η θητεία της παρούσας διοίκησης, δίχως να έχουν δρομολογηθεί διαδικασίες για την τοποθέτηση νέας.
Το γεγονός δημιουργεί σοβαρά διαδικαστικά προβλήματα καθώς ο νόμος ορίζει ότι στις διάφορες φάσεις ενός διαγωνισμού απαιτείται η υπογραφή του προέδρου της ανεξάρτητης αρχής.