Στην επιδότηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για τη βαριά βιομηχανία της προχωράει η Γερμανία, θέτοντας ανώτατο όριο τιμών περίπου στα 5 λεπτά ανά κιλοβατώρα από το 2026 έως το 2028.
Ο Καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι οι κυβερνητικοί εταίροι στο Βερολίνο κατέληξαν στη συμφωνία έπειτα από μήνες διαπραγματεύσεων και ότι οι συζητήσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την έγκριση του μέτρου ήταν «σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωμένες».
Το μέτρο θα στοχεύει τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως ο χάλυβας, τα χημικά και η αυτοκινητοβιομηχανία — τομείς που έχουν επανειλημμένως προειδοποιήσει ότι δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικές διεθνώς με κόστος ηλεκτρικής ενέργειας σχεδόν διπλάσιο από εκείνο των ΗΠΑ, σημειώνει το oilprice.com.
Η γερμανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, καταναλώνοντας περίπου 500 τεραβατώρες ετησίως, και βρίσκεται υπό έντονη πίεση. Από την ενεργειακή κρίση του 2022, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας παραμένουν ασταθείς — αυξήθηκαν ξανά αυτό το φθινόπωρο.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν καταστήσει την ενεργειακή ασφάλεια κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Οι προβλέψεις για ψυχρό χειμώνα έχουν ήδη οδηγήσει τα γερμανικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για ηλεκτρική ενέργεια κοντά στα €100 ανά μεγαβατώρα, αναζωπυρώνοντας τη δημόσια δυσαρέσκεια σχετικά με την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας και την προσιτότητα για τα νοικοκυριά.
Οι βιομηχανικοί φορείς υποστηρίζουν ότι η προσωρινή επιδότηση είναι απαραίτητη για την αποτροπή μεταφοράς της παραγωγής στο εξωτερικό. Ωστόσο, οι επικριτές προειδοποιούν ότι απλώς καλύπτει βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα — γηρασμένες υποδομές, βραδύτητα στις αδειοδοτήσεις και αναξιόπιστη παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές — που έχουν αφήσει τη Γερμανία εξαρτημένη από ορυκτά καύσιμα παρά τους φιλόδοξους κλιματικούς της στόχους.
Το Βερολίνο ελπίζει ότι η τριετής περίοδος ανακούφισης θα δώσει χρόνο για την επέκταση της χωρητικότητας των δικτύων και την προσθήκη ευέλικτης παραγωγής, αλλά οι αναλυτές προειδοποιούν ότι, εκτός αν τα έργα αυτά υλοποιηθούν γρήγορα, η χώρα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει νέο κύμα βιομηχανικής συρρίκνωσης προς το τέλος της δεκαετίας.