Μετά τον ατμό, που αποτέλεσε το μέσο λειτουργίας των πρώτων μηχανών, τον ηλεκτρισμό που υποστήριξε τη μαζική παραγωγή και την πληροφορική που επέτρεψε την αυτοματοποίησή της, το τέταρτο βιομηχανικό κύμα έχει ξεκινήσει μέσω των κυβερνοφυσικών συστημάτων.
Η Γερμανία αποτελεί την τρίτη κατά σειρά χώρα στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία σε ανάπτυξη ενσωματωμένων συστημάτων, κάτι που αποφέρει μια αγορά της τάξεως των 20 δισ. ετησίως, ενώ προγραμματίζει τον υπερδιπλασιασμό της έως και το 2020. Παράλληλα, η γερμανική κυβέρνηση έχει εκπονήσει ένα στρατηγικό σχέδιο περαιτέρω μετάβασης στο τέταρτο βιομηχανικό κύμα, με την ονομασία Industrie 4.0. Το πλάνο αυτό, ενώ τυπικά εδράζεται στον μετασχηματισμό της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής ως μιας ολοκληρωμένης αγοράς υψηλής αξίας κατ’ ουσίαν, προωθεί την έννοια του έξυπνου εργοστασίου μέσω τεσσάρων βασικών αρχών.
Διαλειτουργικότητα των συστημάτων, διαφάνεια στη διαχείριση της πληροφορίας, τεχνική υποστήριξη και αποκεντρωμένη λήψη αποφάσεων είναι οι προϋποθέσεις μετάβασης στη νέα εποχή, εντός της οποίας η τεχνολογία εξελίσσεται μέσω της εισαγωγής συστημάτων βελτιστοποίησης, αυτοδιάγνωσης και αυτοδιόρθωσης, κάτι που οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας, μείωση των σφαλμάτων και βελτίωση της ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών.
Η βασική αρχή αυτού του νέου βιομηχανικού κύματος είναι ότι με τη διασύνδεση των δικτύων, μηχανημάτων και προϊόντων δημιουργούνται γνωστικά συστήματα τα οποία λειτουργούν αυτόνομα αλλά εντός της ίδιας επιχείρησης. Παραδείγματα τέτοιων συστημάτων, στο πλαίσιο του Industrie 4.0, είναι ο αυτόματος προγραμματισμός διαδικασιών συντήρησης και η πρόβλεψη αστοχιών κατά τη βιομηχανική παραγωγή με σαφείς ευεργετικές επιπτώσεις στο κόστος και στην ποιότητα των προϊόντων.
Η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ανθεκτική στον διεθνή ανταγωνισμό, παρά τη συνεχή αποβιομηχανοποίηση της χώρας εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες. Υπάρχουν εξόχως ανταγωνιστικοί κλάδοι που ανταποκρίθηκαν στις διεθνείς απαιτήσεις και ανταμείφθηκαν με αυξημένα μερίδια αγοράς και μάλιστα σε προϊόντα προστιθέμενης αξίας. Σημαντικός παράγοντας επιτυχίας υπήρξε η βούληση των κλάδων αυτών να επενδύσουν σε σύγχρονες τεχνολογίες. Το πεπερασμένο της εγχώριας αγοράς δεν στάθηκε εμπόδιο στο να υιοθετηθούν αυτοματοποιημένα συστήματα παραγωγής.
Το διαθέσιμο ανθρώπινο κεφάλαιο στη χώρα μας υποστήριξε αποτελεσματικά την υιοθέτησή τους είτε σε επίπεδο σχεδιασμού είτε σε επίπεδο εφαρμογής και μάλιστα παραμετροποιημένης στις ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων.
Η συζήτηση που έχει ανοίξει διεθνώς για το μέλλον της βιομηχανίας, στο πλαίσιο του Industrie 4.0, δεν αφορά μόνο τη Γερμανία ή τις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρας. Το τέταρτο βιομηχανικό κύμα μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά χώρες σε ανάπτυξη, αφού μπορεί να επιτύχει την αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς τους μέσω έξυπνων και παραμετροποιημένων επιλογών. Ακόμη περισσότερο μπορεί να επηρεάσει χώρες που έχουν ανάγκη την αύξηση της μεταποίησης ως πυλώνα της οικονομίας τους, όπως κατεξοχήν είναι η Ελλάδα.
Η συζήτηση πλέον δεν περιστρέφεται γύρω από το εάν το τέταρτο βιομηχανικό κύμα έρχεται, αλλά γύρω από το πόσο γρήγορα θα συμβεί αυτό. Ως συνήθως, οι επιχειρήσεις που προσαρμόζονται σύντομα στις νέες εξελίξεις ανταμείβονται για τις επιλογές τους, ενώ εκείνες που επιλέγουν να αποφύγουν τις αλλαγές κινδυνεύουν να μείνουν πίσω εγκλωβισμένες σε ξεπερασμένες διαδικασίες που σταδιακά συνδέονται με προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας και άρα μειωμένης ανταγωνιστικότητος.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να απέχει από τη διαφαινόμενη αλλαγή τεχνολογικών συσχετισμών. Η συζήτηση για τον ρόλο της μεταποίησης στη χώρας μας, που έχει πρόσφατα αναθερμανθεί, οφείλει να συμπεριλάβει στις προτεραιότητές της το μέλλον των τεχνολογιών στο πλαίσιο του τέταρτου αυτού βιομηχανικού κύματος, κάτι που σημαίνει προσέγγιση των ζητημάτων χρηματοδότησης, έρευνας και καινοτομίας σε εντελώς διαφορετική βάση από την τρέχουσα.
Ακόμη και εάν απεγκλωβιστούμε από τα πάγια προβλήματα του ενεργειακού κόστους και των αδειοδοτήσεων, οι εξελίξεις διεθνώς είναι τέτοιες που μόνο με αποφασιστικά βήματα εκ μέρους των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τα ερευνητικά ιδρύματα της χώρας μπορούν να αντιμετωπισθούν. Συνεπώς, το ερώτημα δεν είναι πλέον αν θέλουμε βιομηχανία στην Ελλάδα, αλλά τι είδους.

Άρθρο του κ. Πάνου Λώλου – Μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Παραγωγής – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη.

Πηγή: www.kathimerini.gr